πικρία: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πικρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> горький вкус, горечь: στρέφεται εἰς πικρίαν ὁ [[καρπός]] Arst. плод приобретает горький вкус; χολὴ πικρίας NT = π. χολῆς;<br /><b class="num">2)</b> раздражение, злоба ([[ὠμότης]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> жесткость, резкость, суровость (πρὸς τὸν δῆμον Plut.).
|elrutext='''πικρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> горький вкус, горечь: στρέφεται εἰς πικρίαν ὁ [[καρπός]] Arst. плод приобретает горький вкус; χολὴ πικρίας NT = π. χολῆς;<br /><b class="num">2)</b> раздражение, злоба ([[ὠμότης]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> жесткость, резкость, суровость (πρὸς τὸν δῆμον Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πικρία]], ἡ, [[πικρός]]<br />[[bitterness]], of [[temper]], Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 05:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρία Medium diacritics: πικρία Low diacritics: πικρία Capitals: ΠΙΚΡΙΑ
Transliteration A: pikría Transliteration B: pikria Transliteration C: pikria Beta Code: pikri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bitterness:    1 of taste, Thphr.CP6.10.7, Od.32, LXX Je.15.17, Placit.3.16.2, Dsc.1.61, etc.    2 of temper, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. D.21.204, cf. 25.84, Ep.3.33, Arist.VV1251a4, Phld.Ir. p.56W.; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι π. Plb.15.4.11 ; πρὸς τὸν δῆμον Plu.Ccr. 15 ; ἡ ἐν τοῖς λόγοις π. D.S.16.88 ; λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι Plu.Lyc.19.    3 of circumstances, ἡ τοῦ καιροῦ π. BGU417.5 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

πικρία: ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ ἰδιότης, «πικράδα», «πίκρα», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· πρός τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. amertume, goût amer;
II. fig.
1 aigreur, colère;
2 dureté.
Étymologie: πικρός.

English (Strong)

from πικρός; acridity (especially poison), literally or figuratively: bitterness.

English (Thayer)

πικρίας, ἡ (πικρός), bitterness: χολή πικρίας, equivalent to χολή πικρά (Winer s Grammar, 34,3b.; Buttmann, § 132,10), bitter gall, equivalent to extreme wickedness, ῤίζα πικρίας (references as above), a bitter root, and so producing bitter fruit, Alex. manuscript), cf. Bleek at the passage; metaphorically, bitterness, i. e. bitter hatred, Sept. (Demosthenes, Aristotle), Theophrastus, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν
η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)
μσν.-αρχ.
αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ
β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», Δημοσθ.)
αρχ.
1. η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα (< ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)
2. (για τον καιρό) η άσχημη κατάσταση, οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῡ καιροῡ πικρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός. Ο τ. πίκρια προήλθε από συμφυρμό τών πικρία και πίκρα.

Greek Monotonic

πικρία: ἡ (πικρός), πικρία, λέγεται για τη διάθεση, σε Δημ., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρία -ας, ἡ [πικρός] bittere smaak; overdr. bitterheid, rancune, barsheid:. μεστὸς ὤν... πικρίας πρὸς τὸν δῆμον vol rancune jegens het volk Plut. Cor. 15.5; λόγῳ χρῆσθαι πικρίαν ἔχοντι μεμιγμένην χάριτι spreken met een mengsel van strengheid en charme Plut. Lyc. 19.1.

Russian (Dvoretsky)

πικρία:
1) горький вкус, горечь: στρέφεται εἰς πικρίαν ὁ καρπός Arst. плод приобретает горький вкус; χολὴ πικρίας NT = π. χολῆς;
2) раздражение, злоба (ὠμότης καὶ π. Plut.);
3) жесткость, резкость, суровость (πρὸς τὸν δῆμον Plut.).

Middle Liddell

πικρία, ἡ, πικρός
bitterness, of temper, Dem., Plut.