hard: Difference between revisions
(CSV4) |
(nlel) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
<b class="b2">Be hard of hearing</b>: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.). | <b class="b2">Be hard of hearing</b>: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.). | ||
<b class="b2">Be hardpressed</b>: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι. | <b class="b2">Be hardpressed</b>: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι. | ||
}} | |||
{{nlel | |||
|nleltext=[[βαρύς]], [[καρφαλέος]], [[κερασβόλος]], [[κρατερός]], [[σκληρός]], [[στερέμνιος]], [[στερεός]], [[στερέωμα]], [[στέριφος]], [[στερρός]], [[στιβαρός]], [[στριφνός]], [[στυφελός]], [[στύφλος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 10 January 2019
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. σκληρός, στερεός. V. στυφλός, περισκελής, Ar. and V. στερρός. Difficult: P. and V. δυσχερής, ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.), προσάντης, V. δυσπετής, Ar. and P. χαλεπός. Painful: P. and V. λυπηρος, πικρός, βαρύς, δυσχερής, V. δυσπόνητος, πολύπονος, ἀχθεινός, λυπρός. Cruel: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, V. ὠμόφρων, Ar. and P. χαλεπός. Severe (of things): P. ἰσχυρός. Die hard, v.: P. δυσθανατεῖν. Dying hard: V. δυσθνήσκων. Be hard of hearing: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.). Be hardpressed: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.
Dutch > Greek
βαρύς, καρφαλέος, κερασβόλος, κρατερός, σκληρός, στερέμνιος, στερεός, στερέωμα, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στριφνός, στυφελός, στύφλος