ἤκιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἤκιστος]], -η, -ον (Α) [[ήκα]]<br />(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) [[πάρα]] πολύ [[αργός]], ασθενέστατος, αδρανέστατος στην [[οδήγηση]] άρματος ([[ἤκιστος]] δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἥκιστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως υπερθ. του [[μικρός]], του [[κακός]] και του [[ολίγος]]) [[ελάχιστος]], ασθενέστατος<br /><b>2.</b> (ως υπερθ. του [[κακός]]) [[κάκιστος]], [[χείριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ήκιστα</i> (AM ἥκιστα)<br />(υπερθ. του [[ολίγον]])·1. ελάχιστα, [[μόλις]], ανεπαίσθητα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ουδόλως]], [[καθόλου]], [[διόλου]] («[[είναι]] ήκιστα [[συνεπής]] στις υποσχέσεις του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οὐχ ἥκιστα»<br />(ως [[σχήμα]] λιτότητας) [[προπάντων]], [[μάλιστα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ήκα</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἤκιστος]], -η, -ον (Α) [[ήκα]]<br />(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) [[πάρα]] πολύ [[αργός]], ασθενέστατος, αδρανέστατος στην [[οδήγηση]] άρματος ([[ἤκιστος]] δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[ἥκιστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως υπερθ. του [[μικρός]], του [[κακός]] και του [[ολίγος]]) [[ελάχιστος]], ασθενέστατος<br /><b>2.</b> (ως υπερθ. του [[κακός]]) [[κάκιστος]], [[χείριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ήκιστα</i> (AM ἥκιστα)<br />(υπερθ. του [[ολίγον]])·1. ελάχιστα, [[μόλις]], ανεπαίσθητα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ουδόλως]], [[καθόλου]], [[διόλου]] («[[είναι]] ήκιστα [[συνεπής]] στις υποσχέσεις του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οὐχ ἥκιστα»<br />(ως [[σχήμα]] λιτότητας) [[προπάντων]], [[μάλιστα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ήκα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤκιστος Medium diacritics: ἤκιστος Low diacritics: ήκιστος Capitals: ΗΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ḗkistos Transliteration B: ēkistos Transliteration C: ikistos Beta Code: h)/kistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. of Adv. ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν

   A the gentlest or slowest in driving, Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, EM424.27; cf. sq.).

German (Pape)

[Seite 1158] superl. von ἦκα, Il. 23, 531 ἤκιστος ἐλαυνέμεν, der Langsamste die Rosse zu treiben, wo schon alte v. l. ἥκιστος, vgl. Buttm. Lexil. I p. 14 u. Spitzner zu der Stelle; ἥκιστος kommt sonst bei Hom. nicht vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἤκιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιρρ. ἦκα, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 531, ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ὁ ἡσυχώτατος ἢ βραδύτατος εἰς τὸ νὰ ὁδηγῇ ἅρμα, πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ. - Γραμμ. τινες (Εὐστ. 1314. 27, Ε. Μ. 424. 27) γράφουσιν ἥκιστος, ὁ χείριστος ἢ ἀσθενέστατος ἐν τῷ ἐλαύνειν, πρβλ. ἥκιστος· ἀλλ’ ἂν καὶ τὸ ἥσσων εἶναι εὔχρηστον παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ ἥκιστος δὲν εἶνε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très lent, le plus lent : ἐλαυνέμεν IL à conduire un char.
Étymologie: ἦκα.

English (Autenrieth)

(ϝῆκα): slowest, most sluggish, Il. 23.531†.

Greek Monolingual

(I)
ἤκιστος, -η, -ον (Α) ήκα
(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἥκιστος, -η, -ον (Α)
1. (ως υπερθ. του μικρός, του κακός και του ολίγος) ελάχιστος, ασθενέστατος
2. (ως υπερθ. του κακός) κάκιστος, χείριστος.
επίρρ...
ήκιστα (AM ἥκιστα)
(υπερθ. του ολίγον)·1. ελάχιστα, μόλις, ανεπαίσθητα
2. συνεκδ. ουδόλως, καθόλου, διόλουείναι ήκιστα συνεπής στις υποσχέσεις του»)
αρχ.
φρ. «οὐχ ἥκιστα»
(ως σχήμα λιτότητας) προπάντων, μάλιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήκα].

Greek Monotonic

ἤκιστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ἦκα· ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ο πιο ήρεμος ή ο πιο αργός στην οδήγηση άρματος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἤκιστος: [superl. к ἦκα самый медлительный, т. е. неискусный: ἤ. ἦν ἐλαυμένεν ἅρμα Hom. он был очень неискусен в управлении колесницей.

Middle Liddell

ἤκιστος, η, ον [sup. adj. from adv. ἦκα]
ἤκιστος ἐλαυνέμεν, the gentlest or slowest in driving, Il.