ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπέρλαμπρος:''' <b class="num">1)</b> ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).
|elrutext='''ὑπέρλαμπρος:'''<br /><b class="num">1)</b> ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-λαμπρος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[exceeding]] [[bright]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of [[sound]], [[very]] [[clear]] or [[loud]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-λαμπρος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[exceeding]] [[bright]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of [[sound]], [[very]] [[clear]] or [[loud]], Dem.
}}
}}

Revision as of 17:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρλαμπρος Medium diacritics: ὑπέρλαμπρος Low diacritics: υπέρλαμπρος Capitals: ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: hypérlampros Transliteration B: hyperlampros Transliteration C: yperlampros Beta Code: u(pe/rlampros

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.).    2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6.    II of sound, very clear or loud: neut. as Adv., ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260.    III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.

Greek Monotonic

ὑπέρλαμπρος: -ον, I. υπερβολικά λαμπρός, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για ήχο, καθαρός, σαφής ή ευκρινής, ισχυρός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρλαμπρος:
1) ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);
2) покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).

Middle Liddell

ὑπέρ-λαμπρος, ον,
I. exceeding bright, Ar.
II. of sound, very clear or loud, Dem.