δίωγμα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(1ab)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίωγμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> предмет охоты, дичь Xen.: ξιφοκτόνον δ. Eur. пораженная мечом жертва;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. преследование, погоня Aesch., Polyb.: πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня; τὰ πλούτου διώγματα Plat. погоня за богатством.
|elrutext='''δίωγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> предмет охоты, дичь Xen.: ξιφοκτόνον δ. Eur. пораженная мечом жертва;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. преследование, погоня Aesch., Polyb.: πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня; τὰ πλούτου διώγματα Plat. погоня за богатством.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> [[διώκω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[pursuit]], [[chase]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] is [[chased]], "the [[chase]], " Xen.
|mdlsjtxt=<i>n</i> [[διώκω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[pursuit]], [[chase]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] is [[chased]], "the [[chase]], " Xen.
}}
}}

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωγμα Medium diacritics: δίωγμα Low diacritics: δίωγμα Capitals: ΔΙΩΓΜΑ
Transliteration A: díōgma Transliteration B: diōgma Transliteration C: diogma Beta Code: di/wgma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pursuit, chase, A.Eu.139 (pl.), Plb.1.34.9, Onos. 10.6 (pl.); δ. πώλων, = τοὺς διώκοντας πώλους, E. Or.988; ὑπ' ἀετοῦ δ. φεύγων Id.Hel.20; δ. ξιφοκτόνον, i. e. the sword, ib.354; τὰ πλούτου δ. eager pursuit of wealth, Pl.Plt.310b.    II that which is chased, X. Cyn.3.9.    III a secret rite in the Thesmophoria, from which men were driven away, Hsch.

German (Pape)

[Seite 648] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = δίωξις, das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δίωγμα: τό, (διώκω) καταδίωξις, κυνήγιον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ ξίφος, αὐτόθι 354· τὰ πλούτου διώγματα, πρόθυμος ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. μυστηριώδης τελετὴ κατὰ τὰ θεσμοφόρια, ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poursuite ; au plur. πωλικοῖς διώγμασι EUR chevaux lancés à ma poursuite.
Étymologie: διώκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1persecución, ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν nave fácil de capturar con persecuciones E.Hel.1623, ὑπ' αἰετοῦ δ. φεύγων E.Hel.21, c. gen. obj. ξιφοκτόνον δ. λαιμορρύτου σφαγᾶς mortal persecución por la espada de un degüello que chorrea sangre de la garganta E.Hel.354, c. adj. μάραινε δευτέροις διώγμασιν a Orestes, A.Eu.139, πωλικοῖς διώγμασιν con persecuciones a caballo E.Andr.992, διώγμασιν ἠεροφοίτοις de la Noche, Orph.H.3.9.4
en cont. bélicos o tácticos, Plb.3.45.3, 11.15.5, en plu. op. συμπλοκαί ‘combates’, Onas.10.6, c. gen. obj. τῶν προειρημένων Plb.1.34.9, τῶν ὑπεναντίων Plb.5.86.1, fig. τὰ μὲν πλούτου καὶ δυνάμεων ... διώγματα Pl.Plt.310b
c. gen. subjet. ἵππων διώγματα carreras de caballos, CEG 888.15 (Janto IV a.C.), τράγων διώγματα Longus 3.13.2, fig. ποτανὸν μὲν δ. πώλων alada carrera de caballos ref. a Pélope, E.Or.988.
2 persecución ritual secreta en las Tesmoforias por parte de las mujeres, Hsch.
II lo que se persigue, presa, caza πολλαὶ δὲ τὰ διώγματα ἀφιεῖσαι X.Cyn.3.9.

Greek Monolingual

το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) διώκω
1. καταδίωξη, κυνήγημα
2. το αντικείμενο της καταδιώξεως, το θήραμα
μσν.- νεοελλ.
(για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπή
μσν.
αλλαγή σελήνης
αρχ.
μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους άντρες.

Greek Monotonic

δίωγμα: -ατος, τό (διώκω),·
I. καταδίωξη, κυνηγητό, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. αυτό που καταδιώκεται, «θήραμα», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δίωγμα: ατος τό
1) предмет охоты, дичь Xen.: ξιφοκτόνον δ. Eur. пораженная мечом жертва;
2) тж. pl. преследование, погоня Aesch., Polyb.: πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня; τὰ πλούτου διώγματα Plat. погоня за богатством.

Middle Liddell

n διώκω
I. a pursuit, chase, Aesch., Eur.
II. that which is chased, "the chase, " Xen.