κακοδαίμων: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (AM [[κακοδαίμων]], κακόδαιμον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]] || (μσν.-αρχ.) <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον (AM [[κακοδαίμων]], κακόδαιμον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]] || (μσν.-αρχ.) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακοδαίμων]]<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[κακός]] [[δαίμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από [[κακό]] δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοδαιμόνως</i> (Α)<br />με κακοδαίμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A possessed by an evil genius, Antipho 5.43; ὁ κ. Σωκράτης Ar.Nu.104; ill-starred, E.Hipp.1362 (anap.), Max.Tyr.36.4: freq. in Com., ὦ κακόδαιμον poor devil! Ar.Pl.386; οἴμοι κακοδαίμων Pherecr.117, etc.; -ονος ἔπαρμα Phld.Mort.31: Comp.-έστερος Luc.Lex.25: Sup., Id.Deor.Conc.7. Adv.-μόνως Id.Vit.Auct.7. II evil genius, τοῦ δαίμονος δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι κακοδαίμονος Ar.Eq.112, cf. Arr.Epict.4.4.38.
German (Pape)
[Seite 1299] ονος, einen bösen Dämon habend, unglücklich, unselig, im Ggstz von εὐδαίμων; Eur. Hipp. 1362; Ar. Ach. 105 u. öfter; Plat. Conv. 173 d; Men. 78 a; Folgde; – ὁ κακοδαίμων δαίμων, der böse Dämon, Ar. Equ. 113.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδαίμων: ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. Σωκράτης Ἀριστοφ. Νεφ. 104· ἀτυχής, δυστυχής, κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· οἴμοι κακοδαίμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ τλήμων ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, ἔνθα ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -μόνως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς δαίμων, πονηρὸν πνεῦμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 possédé d’un mauvais génie ; malheureux, dément;
2 qui est un mauvais génie, funeste;
Cp. κακοδαιμονέστερος.
Étymologie: κακός, δαίμων.
Spanish
Greek Monolingual
-ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής
Greek Monotonic
κᾰκοδαίμων: -ον, γεν. -ονος,
I. αυτός που έχει καταληφθεί από κακό δαίμονα, κακότυχος, ατυχής, δυστυχής, σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -μόνως, σε Λουκ.
II. ως ουσ., κακός δαίμονας, πονηρό πνεύμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδαίμων: 2, gen. ονος
1) одержимый злой силой, безумный, сумасшедший (ὁ κ. Σωκράτης Arph.);
2) несчастный, злополучный (Ἱππόλυτος Eur.; βίος Plut.): ὦ κακόδαιμον! Arph. ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!;
3) приносящий несчастье: ὁ κ. δαίμων Arph. злой демон.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοδαίμων -ον, gen. -ονος [κακός, δαίμων] comp. -έστερος; superl. -έστατος, bezeten van een slechte geest, ongelukkig;; ὦ κακόδαιμον ongeluksvogel! Aristoph. Pl. 386; subst. kwade geest; adv. κακοδαιμόνως ongelukkigerwijs.
Middle Liddell
I. possessed by an evil genius, ill-fated, ill-starred, miserable, Eur., Ar.:—adv. -μόνως, Luc.
II. as Subst. an evil genius, Ar.