δείγμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(8)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM δεῑγμα) [[δείκνυμι]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]] ή [[μέρος]] που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί [[αντίληψη]] για το όλο (α. «[[δείγμα]] υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «[[ὥσπερ]] δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω [[δείγμα]] για την [[κάθε]] [[περίπτωση]], όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[τεκμήριο]] (α. «[[δείγμα]] της μεγαλοφυΐας του [[είναι]]...» β. τοῡτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῡ» — [[αφού]] παρουσίασε αυτό το [[τεκμήριο]] γι' αυτόν<br />γ. «δείγματος [[ἕνεκα]]» — παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δείγμα]] [[γραφής]]» <br />α) [[απόσπασμα]] γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η [[πατρότητα]] ή η [[γνησιότητα]] εγγράφου ή επιστολής<br />β) [[απόσπασμα]] από το οποίο κρίνεται η [[ικανότητα]] ενός συγγραφέα<br />γ) [[ενέργεια]] ή [[απόφαση]] χαρακτηριστική για τη γενικότερη [[συμπεριφορά]], [[δράση]] ή [[ιδεολογία]] προσώπου, ομάδας, [[κόμματος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> «[[δείγμα]] [[άνευ]] αξίας» — [[φράση]] που επιγράφεται σε [[φάκελο]] ή [[δέμα]] το οποίο περιέχει [[δείγμα]] εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην του επιβληθεί [[δασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάγραμμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.
|mltxt=το (AM δεῑγμα) [[δείκνυμι]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]] ή [[μέρος]] που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί [[αντίληψη]] για το όλο (α. «[[δείγμα]] υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «[[ὥσπερ]] δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω [[δείγμα]] για την [[κάθε]] [[περίπτωση]], όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[τεκμήριο]] (α. «[[δείγμα]] της μεγαλοφυΐας του [[είναι]]...» β. τοῦτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῦ» — [[αφού]] παρουσίασε αυτό το [[τεκμήριο]] γι' αυτόν<br />γ. «δείγματος [[ἕνεκα]]» — παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δείγμα]] [[γραφής]]» <br />α) [[απόσπασμα]] γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η [[πατρότητα]] ή η [[γνησιότητα]] εγγράφου ή επιστολής<br />β) [[απόσπασμα]] από το οποίο κρίνεται η [[ικανότητα]] ενός συγγραφέα<br />γ) [[ενέργεια]] ή [[απόφαση]] χαρακτηριστική για τη γενικότερη [[συμπεριφορά]], [[δράση]] ή [[ιδεολογία]] προσώπου, ομάδας, [[κόμματος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> «[[δείγμα]] [[άνευ]] αξίας» — [[φράση]] που επιγράφεται σε [[φάκελο]] ή [[δέμα]] το οποίο περιέχει [[δείγμα]] εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην του επιβληθεί [[δασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάγραμμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

το (AM δεῑγμα) δείκνυμι
1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω δείγμα για την κάθε περίπτωση, όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)
2. παράδειγμα, τεκμήριο (α. «δείγμα της μεγαλοφυΐας του είναι...» β. τοῦτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῦ» — αφού παρουσίασε αυτό το τεκμήριο γι' αυτόν
γ. «δείγματος ἕνεκα» — παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα)
νεοελλ.
φρ.
1. «δείγμα γραφής»
α) απόσπασμα γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η πατρότητα ή η γνησιότητα εγγράφου ή επιστολής
β) απόσπασμα από το οποίο κρίνεται η ικανότητα ενός συγγραφέα
γ) ενέργεια ή απόφαση χαρακτηριστική για τη γενικότερη συμπεριφορά, δράση ή ιδεολογία προσώπου, ομάδας, κόμματος κ.λπ.
2. «δείγμα άνευ αξίας» — φράση που επιγράφεται σε φάκελο ή δέμα το οποίο περιέχει δείγμα εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην του επιβληθεί δασμός
αρχ.
1. σχεδιάγραμμα
2. χώρος στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.