πυρίκαυστος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πυρίκαυστος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πυρίκαυτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που, έχει καεί στη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενείται από τη [[φωτιά]] («φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρίκαυστο</i><br />[[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]] για καμμένο [[τμήμα]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη [[φωτιά]] με [[αποτέλεσμα]] να γίνει πιο [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[πυρίκαυτος]]) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον | |mltxt=-η, -ο / [[πυρίκαυστος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πυρίκαυτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που, έχει καεί στη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενείται από τη [[φωτιά]] («φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρίκαυστο</i><br />[[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]] για καμμένο [[τμήμα]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη [[φωτιά]] με [[αποτέλεσμα]] να γίνει πιο [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[πυρίκαυτος]]) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῦ μοι παρεδρεύσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) αυτός που παρουσιάζει [[φλόγα]] («[[ὑπερῴα]] [[πυρίκαυτος]]», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καυστος</i> / -<i>καυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καυστός]] / [[καυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιό</i>-<i>καυστος</i>, <i>νεό</i>-<i>καυ</i>- (<i>σ</i>)<i>τος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
ον,
A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. πῠρί-καυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn.D.10.74, al. 2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr.866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9. 3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr.HP9.19.3, Ign.38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525. II inflammatory, in the form -καυτος, Pl.Ti.85c, Luc.Asin.6, etc. 2 inflamed, ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.Or.49(25).30.
German (Pape)
[Seite 822] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίκαυστος: -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες ὥσπερ π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον μέρος τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 causé par une brûlure.
Étymologie: πῦρ, adj. verb. de καίω.
English (Autenrieth)
(καίω): charred, Il. 13.564†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυρίκαυστος, -ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, -ον, Α
1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά
2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο
έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα του σώματος
αρχ.
1. (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη φωτιά με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρός
2. (κυρίως στον τ. πυρίκαυτος) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά μεγάλη θερμότητα («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῦ μοι παρεδρεύσεις», Λουκιαν.)
β) αυτός που παρουσιάζει φλόγα («ὑπερῴα πυρίκαυτος», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καυστος / -καυτος (< καυστός / καυτός < καίω), πρβλ. ηλιό-καυστος, νεό-καυ- (σ)τος].
Greek Monotonic
πῠρίκαυστος: -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη φωτιά, διάπυρος, πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίκαυστος: (ρῐ) обожженный, обгоревший (σκῶλος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίκαυ(σ)τος -ον [πῦρ, καίω] door verbranding veroorzaakt:; τραῦμα... πυρίκαυτον een brandwond Luc. 39.6; alg. brandend:. πυρίκαυτα νοσήματα ziekten met hoge koorts Plat. Tim. 85c.