πυθμένας: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πυθμήν]], -[[ένος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[μέρος]] οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «[[πυθμένας]] ποτηριού» β. «δύο δ' ὑπὸ πυθμένες [[ἦσαν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βυθός]] θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, [[πάτος]] («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βάση]], το [[θεμέλιο]] ενός πράγματος («χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν», Αισχυλ.)<br /><b>2.</b> [[πρόποδες]] όρους<br /><b>3.</b> [[στέλεχος]] δένδρου με τη [[ρίζα]] του («παρὰ πυθμὲν' ἐλαίης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βλαστός]] φυτού («[[πυθμένας]]... κριθῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> το κατώτατο εσωτερικό [[μέρος]] τών μονόθυρων οστρακόδερμων<br /><b>6.</b> το κατώτερο [[μέρος]] τών όρχεων<br /><b>7.</b> το ανώτερο [[μέρος]] της υστέρας<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[βάση]] [[πάνω]] στην οποία στηρίζεται [[κάτι]] («Δίκας ἐρείδεται [[πυθμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που εξουσιάζει [[κάτι]] («[[Ζεὺς]] πυθμὴν γαίης τε καὶ οὐρανοῡ», <b>Ορφ.</b>)<br />γ) [[προστάτης]] οικογένειας<br /><b>9.</b> <b>(αριθμ.)</b><br />ο [[βασικός]], ο [[θεμελιώδης]] [[αριθμός]] μιας ρίζας, ο [[ριζικός]] [[αριθμός]], η τετραγωνική [[ρίζα]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «πυθμένες λόγων» — οι θεμελιώδεις τύποι<br />β) «πυθμὴν Ταρτάρου» [[άβυσσος]], [[χάος]]<br />γ) «πυθμὴν κακῶν» — [[άβυσσος]] κακών<br />δ) «ἐκ νεάτου πυθμένος ἐς κορυφήν» — από το κατώτατο [[μέχρι]] το ανώτατο [[σημείο]], [[πατόκορφα]]<br />ε) «[[ἐπίτριτος]] [[πυθμήν]]» — το πρώτο [[ζεύγος]] αριθμών που έχουν τη [[σχέση]] 4:3<br />στ) «σμικροῡ γένοιτ' ἄν σπέρματος [[μέγας]] [[πυθμήν]]» — από μικρή [[αιτία]] μπορεί να προέλθει μεγάλο [[αποτέλεσμα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυθ</i>-<i>μήν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποι</i>-<i>μήν</i>, <i>λι</i>-<i>μήν</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup>- «[[έδαφος]], [[πάτωμα]]», (με [[ανομοίωση]] τών δασέων) και εμφανίζεται στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με ποικίλες μορφές και σημασίες, [[γεγονός]] που οφείλεται πιθ. στον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Στην Αρχαία Ινδική ο τ. <i>bud</i><sup>h</sup>-<i>na</i>- «[[ήλιος]], [[θεμέλιο]], [[ρίζα]]» ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup><i>mno</i>-, ενώ στη Γερμανική οι τ. εμφανίζουν [[επίθημα]] [[άλλοτε]] σε -<i>m</i>- και [[άλλοτε]] σε –<i>n</i> και ψιλό οδοντικό [[σύμφωνο]] -<i>d</i>- [[αντί]] του δασέος -<i>d</i><sup>h</sup>-: αρχ. άνω γερμ. <i>bodam</i> (από όπου το γερμ. <i>Boden</i>), αγγλοσαξ. <i>botm</i> (από όπου το αγγλ. <i>bottom</i>) [[αλλά]] και <i>bodan</i> «[[ήλιος]], [[θεμέλιο]]», αρχ. νορβ. <i>botn</i>. Στην Ιταλική και Κελτική, εξάλλου, εμφανίζεται έρρινο [[σύμφωνο]] -<i>n</i>- [[μέσα]] στο [[θέμα]] της λ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fundus</i> «[[θεμέλιο]]», αρχ. ιρλδ. <i>bond</i>) και αυτό οφείλεται σε [[μετάθεση]] του έρρινου συμφώνου του επιθήματος, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή ( <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>b</sup><i>no</i>- > <i>bund</i>(<sup>h</sup>)<i>o</i>-), <b>πρβλ.</b> και πρακριτ. <i>b</i><sup>h</sup><i>und</i><sup>h</sup><i>a</i>- «[[πάτος]] ποτηριού» (<b>βλ.</b> και λ. [[πύνδαξ]]). Στη Βαλτική και Σλαβική, [[τέλος]], οι λ. εμφανίζουν αρκτικό <i>d</i>-: αρχ, σλαβ. <i>dŭno</i>, λιθουαν. <i>dugnas</i> «[[θεμέλιο]]». Στην Ελληνική η λ. [[πυθμήν]] εμφανίζει σχετικά περιορισμένη [[ποικιλία]] σημασιών αναφορικά [[προς]] τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ η σημ. «[[ήλιος]]» δεν μαρτυρείται στην Ελληνική].
|mltxt=ο / [[πυθμήν]], -[[ένος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[μέρος]] οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «[[πυθμένας]] ποτηριού» β. «δύο δ' ὑπὸ πυθμένες [[ἦσαν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βυθός]] θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, [[πάτος]] («εἰς τὸν πυθμένα τοῦ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βάση]], το [[θεμέλιο]] ενός πράγματος («χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν», Αισχυλ.)<br /><b>2.</b> [[πρόποδες]] όρους<br /><b>3.</b> [[στέλεχος]] δένδρου με τη [[ρίζα]] του («παρὰ πυθμὲν' ἐλαίης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βλαστός]] φυτού («[[πυθμένας]]... κριθῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> το κατώτατο εσωτερικό [[μέρος]] τών μονόθυρων οστρακόδερμων<br /><b>6.</b> το κατώτερο [[μέρος]] τών όρχεων<br /><b>7.</b> το ανώτερο [[μέρος]] της υστέρας<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[βάση]] [[πάνω]] στην οποία στηρίζεται [[κάτι]] («Δίκας ἐρείδεται [[πυθμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που εξουσιάζει [[κάτι]] («[[Ζεὺς]] πυθμὴν γαίης τε καὶ οὐρανοῡ», <b>Ορφ.</b>)<br />γ) [[προστάτης]] οικογένειας<br /><b>9.</b> <b>(αριθμ.)</b><br />ο [[βασικός]], ο [[θεμελιώδης]] [[αριθμός]] μιας ρίζας, ο [[ριζικός]] [[αριθμός]], η τετραγωνική [[ρίζα]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «πυθμένες λόγων» — οι θεμελιώδεις τύποι<br />β) «πυθμὴν Ταρτάρου» [[άβυσσος]], [[χάος]]<br />γ) «πυθμὴν κακῶν» — [[άβυσσος]] κακών<br />δ) «ἐκ νεάτου πυθμένος ἐς κορυφήν» — από το κατώτατο [[μέχρι]] το ανώτατο [[σημείο]], [[πατόκορφα]]<br />ε) «[[ἐπίτριτος]] [[πυθμήν]]» — το πρώτο [[ζεύγος]] αριθμών που έχουν τη [[σχέση]] 4:3<br />στ) «σμικροῡ γένοιτ' ἄν σπέρματος [[μέγας]] [[πυθμήν]]» — από μικρή [[αιτία]] μπορεί να προέλθει μεγάλο [[αποτέλεσμα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυθ</i>-<i>μήν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποι</i>-<i>μήν</i>, <i>λι</i>-<i>μήν</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup>- «[[έδαφος]], [[πάτωμα]]», (με [[ανομοίωση]] τών δασέων) και εμφανίζεται στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με ποικίλες μορφές και σημασίες, [[γεγονός]] που οφείλεται πιθ. στον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Στην Αρχαία Ινδική ο τ. <i>bud</i><sup>h</sup>-<i>na</i>- «[[ήλιος]], [[θεμέλιο]], [[ρίζα]]» ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup><i>mno</i>-, ενώ στη Γερμανική οι τ. εμφανίζουν [[επίθημα]] [[άλλοτε]] σε -<i>m</i>- και [[άλλοτε]] σε –<i>n</i> και ψιλό οδοντικό [[σύμφωνο]] -<i>d</i>- [[αντί]] του δασέος -<i>d</i><sup>h</sup>-: αρχ. άνω γερμ. <i>bodam</i> (από όπου το γερμ. <i>Boden</i>), αγγλοσαξ. <i>botm</i> (από όπου το αγγλ. <i>bottom</i>) [[αλλά]] και <i>bodan</i> «[[ήλιος]], [[θεμέλιο]]», αρχ. νορβ. <i>botn</i>. Στην Ιταλική και Κελτική, εξάλλου, εμφανίζεται έρρινο [[σύμφωνο]] -<i>n</i>- [[μέσα]] στο [[θέμα]] της λ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fundus</i> «[[θεμέλιο]]», αρχ. ιρλδ. <i>bond</i>) και αυτό οφείλεται σε [[μετάθεση]] του έρρινου συμφώνου του επιθήματος, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή ( <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>b</sup><i>no</i>- > <i>bund</i>(<sup>h</sup>)<i>o</i>-), <b>πρβλ.</b> και πρακριτ. <i>b</i><sup>h</sup><i>und</i><sup>h</sup><i>a</i>- «[[πάτος]] ποτηριού» (<b>βλ.</b> και λ. [[πύνδαξ]]). Στη Βαλτική και Σλαβική, [[τέλος]], οι λ. εμφανίζουν αρκτικό <i>d</i>-: αρχ, σλαβ. <i>dŭno</i>, λιθουαν. <i>dugnas</i> «[[θεμέλιο]]». Στην Ελληνική η λ. [[πυθμήν]] εμφανίζει σχετικά περιορισμένη [[ποικιλία]] σημασιών αναφορικά [[προς]] τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ η σημ. «[[ήλιος]]» δεν μαρτυρείται στην Ελληνική].
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Greek Monolingual

ο / πυθμήν, -ένος, ΝΜΑ
1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ' ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.)
2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῦ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.)
αρχ.
1. η βάση, το θεμέλιο ενός πράγματος («χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν», Αισχυλ.)
2. πρόποδες όρους
3. στέλεχος δένδρου με τη ρίζα του («παρὰ πυθμὲν' ἐλαίης», Ομ. Οδ.)
4. βλαστός φυτού («πυθμένας... κριθῶν», Διόδ.)
5. το κατώτατο εσωτερικό μέρος τών μονόθυρων οστρακόδερμων
6. το κατώτερο μέρος τών όρχεων
7. το ανώτερο μέρος της υστέρας
8. μτφ. α) η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται κάτι («Δίκας ἐρείδεται πυθμήν», Αισχύλ.)
β) αυτός που εξουσιάζει κάτιΖεὺς πυθμὴν γαίης τε καὶ οὐρανοῡ», Ορφ.)
γ) προστάτης οικογένειας
9. (αριθμ.)
ο βασικός, ο θεμελιώδης αριθμός μιας ρίζας, ο ριζικός αριθμός, η τετραγωνική ρίζα
10. φρ. α) «πυθμένες λόγων» — οι θεμελιώδεις τύποι
β) «πυθμὴν Ταρτάρου» άβυσσος, χάος
γ) «πυθμὴν κακῶν» — άβυσσος κακών
δ) «ἐκ νεάτου πυθμένος ἐς κορυφήν» — από το κατώτατο μέχρι το ανώτατο σημείο, πατόκορφα
ε) «ἐπίτριτος πυθμήν» — το πρώτο ζεύγος αριθμών που έχουν τη σχέση 4:3
στ) «σμικροῡ γένοιτ' ἄν σπέρματος μέγας πυθμήν» — από μικρή αιτία μπορεί να προέλθει μεγάλο αποτέλεσμα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυθ-μήν (πρβλ. ποι-μήν, λι-μήν) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα bhudh- «έδαφος, πάτωμα», (με ανομοίωση τών δασέων) και εμφανίζεται στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με ποικίλες μορφές και σημασίες, γεγονός που οφείλεται πιθ. στον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Στην Αρχαία Ινδική ο τ. budh-na- «ήλιος, θεμέλιο, ρίζα» ανάγεται σε αμάρτυρο τ. bhudhmno-, ενώ στη Γερμανική οι τ. εμφανίζουν επίθημα άλλοτε σε -m- και άλλοτε σε –n και ψιλό οδοντικό σύμφωνο -d- αντί του δασέος -dh-: αρχ. άνω γερμ. bodam (από όπου το γερμ. Boden), αγγλοσαξ. botm (από όπου το αγγλ. bottom) αλλά και bodan «ήλιος, θεμέλιο», αρχ. νορβ. botn. Στην Ιταλική και Κελτική, εξάλλου, εμφανίζεται έρρινο σύμφωνο -n- μέσα στο θέμα της λ. (πρβλ. λατ. fundus «θεμέλιο», αρχ. ιρλδ. bond) και αυτό οφείλεται σε μετάθεση του έρρινου συμφώνου του επιθήματος, φαινόμενο που παρατηρείται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή ( bhudbno- > bund(h)o-), πρβλ. και πρακριτ. bhundha- «πάτος ποτηριού» (βλ. και λ. πύνδαξ). Στη Βαλτική και Σλαβική, τέλος, οι λ. εμφανίζουν αρκτικό d-: αρχ, σλαβ. dŭno, λιθουαν. dugnas «θεμέλιο». Στην Ελληνική η λ. πυθμήν εμφανίζει σχετικά περιορισμένη ποικιλία σημασιών αναφορικά προς τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ η σημ. «ήλιος» δεν μαρτυρείται στην Ελληνική].