κατασφάζω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(1ab)
(c1)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[later]] -[[σφάττω]] fut. ξω Pass., aor2 κατεσφάγην<br />to [[slaughter]], [[murder]], Hdt.: Pass., Trag.
|mdlsjtxt=[[later]] -[[σφάττω]] fut. ξω Pass., aor2 κατεσφάγην<br />to [[slaughter]], [[murder]], Hdt.: Pass., Trag.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katasf£ttw, (katasf£zw) 卡他-士法拖<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':向下-殺<p>'''字義溯源''':殺掉,殺了,屠殺;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[σφάζω]])*=宰,宰殺)組成。比較 ([[θύω]] / [[ἐπιθύω]])同源字, ([[ἀναιρέω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 殺了(1) 路19:27
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασφάζω Medium diacritics: κατασφάζω Low diacritics: κατασφάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΦΑΖΩ
Transliteration A: kataspházō Transliteration B: katasphazō Transliteration C: katasfazo Beta Code: katasfa/zw

English (LSJ)

later κατασυν-σφάττω Luc.Sacr.12 (Pass. -

   A σφάττεσθαι Jul. Or.5.174a): fut. -ξω LXX Ez.16.40:—slaughter, murder, Hdt.6.23, 8.127, LXX l.c., al., Ev.Luc.19.27, D.C.40.48: freq. in aor. Pass. κατεσφάγην [ᾰ] A.Eu.102, S.OT730, X. An.4.1.17, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κατασφάζω: βραδύτερον -σφάττω: μέλλ. -ξω· -σφάζων, ῥίπτω κάτω, τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, φονεύω, Ἡρόδ. 6. 23· ἐπεὶ δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· συχν. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. κατέσφαζον, f. κατασφάξω, ao. κατέσφαξα, ao.2 Pass. κατεσφάγην;
égorger.
Étymologie: κατά, σφάζω.

English (Thayer)

(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to kill off (cf. κατά III:1), to slaughter": Sept.; Herodotus, Tragg., Xenophon, Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).)

Greek Monolingual

(AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω)
σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ.

Greek Monotonic

κατασφάζω: έπειτα -σφάττω· μέλ. -ξω, σφαγιάζω, φονεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σφάζω afslachten, vermoorden.

Russian (Dvoretsky)

κατασφάζω: атт. κατασφάττω (aor. 2 pass. κατεσφάγην) зарезывать, закалывать, убивать Trag., Her., NT: ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη Xen. (один из двух пленников) был заколот на глазах у другого.

Middle Liddell

later -σφάττω fut. ξω Pass., aor2 κατεσφάγην
to slaughter, murder, Hdt.: Pass., Trag.

Chinese

原文音譯:katasf£ttw, (katasf£zw) 卡他-士法拖

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向下-殺

字義溯源:殺掉,殺了,屠殺;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σφάζω)*=宰,宰殺)組成。比較 (θύω / ἐπιθύω)同源字, (ἀναιρέω)同義字

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 殺了(1) 路19:27