ὀλοθρεύω: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(1ba) |
(c2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀλοθρεύω]],<br />to [[destroy]] [[utterly]], NTest. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[[ὀλοθρεύω]],<br />to [[destroy]] [[utterly]], NTest. [deriv. uncertain] | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':ÑloqreÚw 哦羅特留哦<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':全部 敗壞 相當於: ([[נָגַף]]‎) G5221<p>'''字義溯源''':滅,毀滅,破壞;源自([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])=敗壞);而 ([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])出自([[ὀλιγωρέω]])X*=毀壞)。參讀 ([[ἀναιρέω]])同義字 <p/>'''同源字''':1) ([[ἀπόλλυμι]])全毀 2) ([[Ἀπολλύων]])毀滅者 3) ([[ἀπώλεια]])沉淪 4) ([[ἐξολεθρεύω]])全然滅絕 5) ([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])敗壞 6) ([[ὀλεθρευτής]] / [[ὀλοθρευτής]])敗壞者 7) ([[ὀλεθρεύω]] / [[ὀλοθρεύω]])滅 8) ([[συναπόλλυμι]])一同滅亡<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 毀滅者(1) 來11:28 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2019
English (LSJ)
A destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28 ; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρ-ευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10 :—fem. ὀλοθρ-εύτρια, gloss on λοιγίστρια, Hsch. :
German (Pape)
[Seite 325] verderben, zerstören, N. T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.
French (Bailly abrégé)
exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.
English (Strong)
from ὄλεθρος; to spoil, i.e. slay: destroy.
Greek Monolingual
(Α ὀλοθρεύω)
εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, επιφέρω όλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλεθρεύω < ὄλεθρος, με αφομοίωση του -ε- σε -ο-].
Greek Monotonic
ὀλοθρεύω: καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀλοθρεύω: NT = ὄλλυμι.
Middle Liddell
ὀλοθρεύω,
to destroy utterly, NTest. [deriv. uncertain]
Chinese
原文音譯:ÑloqreÚw 哦羅特留哦詞類次數:動詞(1)
原文字根:全部 敗壞 相當於: (נָגַף) G5221
字義溯源:滅,毀滅,破壞;源自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞);而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (ἀπόλλυμι)全毀 2) (Ἀπολλύων)毀滅者 3) (ἀπώλεια)沉淪 4) (ἐξολεθρεύω)全然滅絕 5) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 6) (ὀλεθρευτής / ὀλοθρευτής)敗壞者 7) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅 8) (συναπόλλυμι)一同滅亡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 毀滅者(1) 來11:28