ὑπολιμπάνω: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(1b) |
(c2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[later]] for [[ὑπολείπω]]<br />to [[leave]] [[behind]], NTest. | |mdlsjtxt=[[later]] for [[ὑπολείπω]]<br />to [[leave]] [[behind]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':Øpolimp£nw 虛坡-淋爬挪<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':在下-缺乏<p>'''字義溯源''':遺留,遺落,留下;源自([[ὑπολείπω]])=剩下),由([[ὑπό]])*=在下,被)與([[λείπω]])*=缺少,留下)組成。參讀 ([[ἀναλύω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(1);彼前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 留下(1) 彼前2:21 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2019
English (LSJ)
collat. form of ὑπολείπω,
A leave behind, 1 Ep.Pet.2.21, Them.Or.10.139d. 2 Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib.1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI4.392.4 (iii B. C.). II intr., fail, τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23.
German (Pape)
[Seite 1224] Nebenform von ὑπολείπω, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολιμπάνω: ὑπολείπω, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπολείπω, ἐκλείπω, τῶν ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
1 tr. laisser derrière;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: ὑπό, λιμπάνω.
English (Strong)
a prolonged form for ὑπολείπω; to leave behind, i.e. bequeath: leave.
English (Thayer)
(λιμπάνω, less common form of the verb λείπω); to leave, leave behind: Themistius; ecclesiastical and Byzantine writings; to fail, Dionysius Halicarnassus 1,23.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω
2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λιμπάνω «λείπω»].
Greek Monotonic
ὑπολιμπάνω: μεταγεν., αντί του ὑπολείπω, αφήνω πίσω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑπολιμπάνω: NT = ὑπολείπω.
Middle Liddell
later for ὑπολείπω
to leave behind, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpolimp£nw 虛坡-淋爬挪詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-缺乏
字義溯源:遺留,遺落,留下;源自(ὑπολείπω)=剩下),由(ὑπό)*=在下,被)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 留下(1) 彼前2:21