προσκαρτέρησις: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(1b)
(c2)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσκαρτέρησις]], εως, [from [[προσκαρτερέω]]<br />[[perseverance]], NTest.
|mdlsjtxt=[[προσκαρτέρησις]], εως, [from [[προσκαρτερέω]]<br />[[perseverance]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':proskartšrhsij 普羅士-卡而帖雷西士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':向著-握住的<p>'''字義溯源''':堅持,毅力,不倦;源自([[προσκαρτερέω]])=恆切);由([[πρός]])=向著)與([[καρτερέω]])=堅忍)組成,其中 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前),而 ([[καρτερέω]])出自([[κράτος]])*=權力)<p/>'''出現次數''':總共(1);弗(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 堅持(1) 弗6:18
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαρτέρησις Medium diacritics: προσκαρτέρησις Low diacritics: προσκαρτέρησις Capitals: ΠΡΟΣΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ
Transliteration A: proskartérēsis Transliteration B: proskarterēsis Transliteration C: proskarterisis Beta Code: proskarte/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.

English (Strong)

from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.

English (Thayer)

προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσκαρτερῶ
καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῡντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.).

Greek Monotonic

προσκαρτέρησις: ἡ, προσμονή, εγκαρτέρηση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προσκαρτέρησις: εως ἡ постоянство, стойкость (ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκαρτέρησις -εως, ἡ [προσκαρτερέω] volharding, voortduring. ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει voortdurend NT Eph. 6.18.

Middle Liddell

προσκαρτέρησις, εως, [from προσκαρτερέω
perseverance, NTest.

Chinese

原文音譯:proskartšrhsij 普羅士-卡而帖雷西士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:向著-握住的

字義溯源:堅持,毅力,不倦;源自(προσκαρτερέω)=恆切);由(πρός)=向著)與(καρτερέω)=堅忍)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (καρτερέω)出自(κράτος)*=權力)

出現次數:總共(1);弗(1)

譯字彙編

1) 堅持(1) 弗6:18