σκωληκόβρωτος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(c2) |
(cc2) |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':skwlhkÒbrwtoj 士可累可-不羅拖士< | |sngr='''原文音譯''':skwlhkÒbrwtoj 士可累可-不羅拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':蟲-餵(過)食物<br />'''字義溯源''':蟲咬了,(被)蟲所咬;由([[σκώληξ]])*=蟲)與([[βιβρώσκω]])*=喫)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 蟲所咬(1) 徒12:23 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:22, 3 October 2019
English (LSJ)
ον,
A worm-eaten, of a tree, ib.3.12.6, CP5.9.1; γῆ PTeb.701.81 (iii B.C.), PSI5.490.14 (iii B.C.). 2 eaten of worms, of a man, Act.Ap.12.23.
German (Pape)
[Seite 909] von Würmern gefressen, N. T.; wurmstichig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκωληκόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. σκωληκοτόκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mangé des vers;
2 piqué des vers.
Étymologie: σκώληξ, βιβρώσκω.
English (Strong)
from σκώληξ and a derivative of βιβρώσκω; worm-eaten, i.e. diseased with maggots: eaten of worms.
English (Thayer)
σκωληκόβρωτον (σκώληξ and βιβρώσκω), eaten of worms: Acts 12:23, cf. 2 Maccabees 9:9. (of a tree, Theophrastus, c. pl. 5,9, 1.)
Greek Monolingual
-η, -ο / σκωληκόβρωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυό-βρωτος, παιδό-βρωτος].
Greek Monotonic
σκωληκόβρωτος: -ον (βι-βρώσκω), σκουληκοφαγωμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σκωληκόβρωτος: изъеденный червями NT.
Middle Liddell
σκωληκό-βρωτος, ον, βιβρώσκω
eaten of worms, NTest.
Chinese
原文音譯:skwlhkÒbrwtoj 士可累可-不羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:蟲-餵(過)食物
字義溯源:蟲咬了,(被)蟲所咬;由(σκώληξ)*=蟲)與(βιβρώσκω)*=喫)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 蟲所咬(1) 徒12:23