переходить: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀμφιβάλλω]], [[μεταπίπτω]], [[ἀπολήγω]], [[διαίρω]], [[ἐξυφηγέομαι]], [[ἐξέρχομαι]], [[μέτειμι]], [[αὐτομολέω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀμβαίνω]], [[διεξέρχομαι]], [[ὁδεύω]], [[καταστρέφω]], [[ἀποτελευτάω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ὑπεκτρέχω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[περιχωρέω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἐξαυτομολέω]], [[διαβάλλω]], [[μετανίστημι]], [[μεθορμίζω]], [[μετορμίζω]], [[περάω]], [[μεταχωρέω]], [[μετασκευάζω]], [[διαπορεύω]], [[ἐπιδιαβαίνω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ἀποφοιτάω]], [[μετατάσσω]], [[μετατάττω]], [[διαβαδίζω]], [[μετανίσσομαι]], [[ὑπερκαταβαίνω]], [[μετεμβαίνω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ἐκδιαβαίνω]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[διεκβάλλω]], [[μετεξανίσταμαι]], [[μετεισδύνω]], [[μετεκβαίνω]], [[μεταβάλλω]], [[προσχωρέω]], [[προστρέχω]], [[προσκλίνω]], [[ποτικλίνω]], [[ἐπέρχομαι]], [[παροδεύω]], [[διέξειμι]], [[διεκπεράω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[ἄπειμι]], [[ἐκτοπίζω]], [[διαβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], [[ἔρχομαι]], [[καθήκω]], [[μετέρχομαι]], [[ὑπονοστέω]], [[ὑπεραίρω]], [[ἀναστρέφω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἐκπίπτω]], [[πορεύω]], [[ἐκτρέπω]], [[μετατίθημι]], [[περιΐστημι]], [[περιέρχομαι]], [[ἀμείβω]], [[μετακιάθω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:41, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀμφιβάλλω, μεταπίπτω, ἀπολήγω, διαίρω, ἐξυφηγέομαι, ἐξέρχομαι, μέτειμι, αὐτομολέω, ἀναχωρέω, ἐπανέρχομαι, ἀναβαίνω, ἀμβαίνω, διεξέρχομαι, ὁδεύω, καταστρέφω, ἀποτελευτάω, ἐπιπορεύομαι, ὑπεκτρέχω, μεθίστημι, μετίστημι, περιχωρέω, ἐκκλίνω, ἐξαυτομολέω, διαβάλλω, μετανίστημι, μεθορμίζω, μετορμίζω, περάω, μεταχωρέω, μετασκευάζω, διαπορεύω, ἐπιδιαβαίνω, ὑπερπηδάω, ἀποφοιτάω, μετατάσσω, μετατάττω, διαβαδίζω, μετανίσσομαι, ὑπερκαταβαίνω, μετεμβαίνω, ὑπερβαίνω, ἐκδιαβαίνω, ὑπερέρχομαι, ὑπεραναβαίνω, διεκβάλλω, μετεξανίσταμαι, μετεισδύνω, μετεκβαίνω, μεταβάλλω, προσχωρέω, προστρέχω, προσκλίνω, ποτικλίνω, ἐπέρχομαι, παροδεύω, διέξειμι, διεκπεράω, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἄπειμι, ἐκτοπίζω, διαβαίνω, ὑπερβάλλω, ἔρχομαι, καθήκω, μετέρχομαι, ὑπονοστέω, ὑπεραίρω, ἀναστρέφω, ἀποβαίνω, ἐκπίπτω, πορεύω, ἐκτρέπω, μετατίθημι, περιΐστημι, περιέρχομαι, ἀμείβω, μετακιάθω