вперед: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(1) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πόρρω]], [[πρόσω]], [[πόρσω]], [[προτέρω]], [[προπρηνές]], [[προπάροιθεν]], [[ἐμβαίνω]], [[προπηδάω]], [[προαποπέμπω]], [[προαποστέλλω]], [[προεξέρχομαι]], [[προτέρωσε]], [[προβάδην]], [[ | |rueltext=[[πρόσθεν]], [[πρό]], [[πόρρω]], [[πρόσω]], [[πόρσω]], [[προτέρω]], [[προπρηνές]], [[προπάροιθεν]], [[ἐμβαίνω]], [[προπηδάω]], [[προαποπέμπω]], [[προαποστέλλω]], [[προεξέρχομαι]], [[προτέρωσε]], [[προβάδην]], [[πάρος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:10, 15 October 2019
Russian > Greek
πρόσθεν, πρό, πόρρω, πρόσω, πόρσω, προτέρω, προπρηνές, προπάροιθεν, ἐμβαίνω, προπηδάω, προαποπέμπω, προαποστέλλω, προεξέρχομαι, προτέρωσε, προβάδην, πάρος