губить: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λωβάομαι]] | |rueltext=[[λωβάομαι]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[προαναιρέω]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[κατασκέλλω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἐπιτρίβω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[συγκατασκάπτω]], [[συνδιαφθείρω]], [[πέρθω]], [[ἀποφθινύθω]], [[λυμαίνομαι]], [[κνεφάζω]], [[ἐπιλυμαίνομαι]], [[ἐκθύω]], [[καταδυναστεύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[παραναλίσκω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[μαραίνω]], [[ἐναίρω]], [[ἐνναίρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[καταξαίνω]], [[βιάω]], [[φθίω]], [[συναναιρέω]], [[στερεόφρων]], [[ἀμαυρόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
λωβάομαι, ἐλεφαίρομαι, φθινύθω, διόλλυμι, καταφθείρω, κηραίνω, καταφθίω, ἐκφθίνω, ἀπόλλυμι, καταφθινύθω, προαναιρέω, κατορύσσω, κατορύττω, κατασκέλλω, ἀλαπάζω, ἀναχράομαι, ἐπιτρίβω, διαλυμαίνομαι, συγκατασκάπτω, συνδιαφθείρω, πέρθω, ἀποφθινύθω, λυμαίνομαι, κνεφάζω, ἐπιλυμαίνομαι, ἐκθύω, καταδυναστεύω, κατερείπω, κατερειπόω, ἀποφθείρω, ἐκπορθέω, διαπορθέω, ἀναλίσκω, ἀναλόω, παραναλίσκω, ἐξεργάζομαι, διεργάζομαι, ἐξαπόλλυμι, μαραίνω, ἐναίρω, ἐνναίρω, ἀποφθίνω, ὀλέκω, ἀϊστόω, φθείρω, καταξαίνω, βιάω, φθίω, συναναιρέω, στερεόφρων, ἀμαυρόω