κατασχίζω: Difference between revisions
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataschizo | |Transliteration C=kataschizo | ||
|Beta Code=katasxi/zw | |Beta Code=katasxi/zw | ||
|Definition=fut. -<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> σχίσω <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.1.16</span>:—<b class="b2">cleave asunder, split, slit</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>239</span>, cj. in Hp.<span class="title">Mochl.</span>36 (Pass.); <b class="b3">κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας</b>, | |Definition=fut. -<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> σχίσω <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.1.16</span>:—<b class="b2">cleave asunder, split, slit</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>239</span>, cj. in Hp.<span class="title">Mochl.</span>36 (Pass.); <b class="b3">κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας</b>, [[burst]] them [[open]], X. l.c., <span class="bibl">D.21.79</span>; [[tear]], τοὺς χιτωνίσκους Phld.<span class="title">Ir.</span>p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>405</span> (lyr.):—Pass., of nerves or veins, [[branch]], Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:00, 28 June 2020
English (LSJ)
fut. -
A σχίσω X.An.7.1.16:—cleave asunder, split, slit, Ar.V.239, cj. in Hp.Mochl.36 (Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear, τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra.405 (lyr.):—Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχίζω: μέλλ. -σχίσω, σχίζω τι ἐντελῶς, κατακόπτω, κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ ῥάκος Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· κατασχίζω τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.
French (Bailly abrégé)
briser, détruire, acc..
Étymologie: κατά, σχίζω.
Greek Monolingual
και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω)
σχίζω κάτι εντελώς, το κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω
μσν.
μέσ. κατασχίζομαι
κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά της βίας, κατακόβω, σπάζω
2. (και παθ.) κατασχίζομαι
(για νεύρα ή φλέβες ή φύλλα) διακλαδίζομαι.
Greek Monotonic
κατασχίζω: μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω, διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ. τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατασχίζω:
1) раскалывать, разрубать (τὸν ὅλμον τῆς ἀρτοπώλιδος Arph.);
2) разламывать, взламывать (τὰς πύλας Xen.; τὰς θύρας Dem., Plut.; τὴν κιβωτόν Plut.);
3) med. раздирать, разрывать (τὸν σανδαλίσκον καὶ τὸ ῥάκος Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σχίζω in tweeën splijten, verscheuren, openbreken:; κ. τὰς πύλας de poorten forceren Xen. An. 7.1.16; ook med.
Middle Liddell
fut. -σχίσω
to cleave asunder, split up, Ar.; Mid., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.; κατασχ. τὰς πύλας to burst them open, Xen.