προκατασκευάζω: Difference between revisions
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokataskevazo | |Transliteration C=prokataskevazo | ||
|Beta Code=prokataskeua/zw | |Beta Code=prokataskeua/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">prepare beforehand</b>, εἱρκτὰς ταῦτα π. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.1.19</span>, cf. <span class="bibl">D.S.15.47</span> (codd.); <b class="b3">νίκην</b> ib.<span class="bibl">3</span>; φάρμακον <span class="bibl">D.C.60.34</span>; <b class="b2">fortify in advance</b>, [<b class="b3">εἰσβολάς</b>] Aen. Tact.<span class="bibl">16.16</span>; <b class="b3">π. τινὰ εὔλυτον</b> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">prepare beforehand</b>, εἱρκτὰς ταῦτα π. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.1.19</span>, cf. <span class="bibl">D.S.15.47</span> (codd.); <b class="b3">νίκην</b> ib.<span class="bibl">3</span>; φάρμακον <span class="bibl">D.C.60.34</span>; <b class="b2">fortify in advance</b>, [<b class="b3">εἰσβολάς</b>] Aen. Tact.<span class="bibl">16.16</span>; <b class="b3">π. τινὰ εὔλυτον</b> [[put]] him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.<span class="bibl">11.2</span>:—Med., φίλους <span class="bibl">Plb.4.32.7</span>, cf. LXX <span class="title">Si.Prol.</span>26, Gal.6.180:—Pass., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Haem.</span>3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>792b5</span>, <span class="bibl">Plb.1.21.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Rhet., <b class="b2">use the device of</b> προκατασκευή <span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>; -σκευαζόμενος στοχασμός <span class="bibl">Id.<span class="title">Stat.</span> 3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:05, 28 June 2020
English (LSJ)
A prepare beforehand, εἱρκτὰς ταῦτα π. X.Cyr.3.1.19, cf. D.S.15.47 (codd.); νίκην ib.3; φάρμακον D.C.60.34; fortify in advance, [εἰσβολάς] Aen. Tact.16.16; π. τινὰ εὔλυτον put him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.11.2:—Med., φίλους Plb.4.32.7, cf. LXX Si.Prol.26, Gal.6.180:—Pass., Hp.Haem.3, Arist.Col.792b5, Plb.1.21.3. II Rhet., use the device of προκατασκευή 3, Hermog.Inv.3.2; -σκευαζόμενος στοχασμός Id.Stat. 3.
German (Pape)
[Seite 729] vorbereiten; Xen. Cyr. 3, 1, 19; τούτων προκατεσκευασμένων, Plut. Lys. 26; Pol. 1, 21, 3; auch med., προκατασκευασάμενος τὰ προειρημένα, 10, 22, 1; προκατεσκευασμένοι φίλους, 4, 32, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προκατασκευάζω: παρασκευάζω ἐκ τῶν προτέρων, προετοιμάζω, Πολύβ. 1. 21, 2, Διόδ. 15. 47· ἀναχώρησιν ἑαυτῷ Δίων Κ. 46. 38· ταῦτα πρ. εἱρκτάς, ὡς εἱρκτάς, ὡς φυλακάς, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19. ― Μέσ., Πολύβ. 4. 32, 7, κτλ. ― Παθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
préparer d’avance ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κατασκευάζω.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, -η, -ο
(ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία έχουν κατασκευαστεί εκ τών προτέρων μακριά από τον χώρο ανέγερσης και έχουν μεταφερθεί χωριστά σ' αυτόν
αρχ.
1. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων (α. «προκατασκευάζειν νίκην», Διόδ.
β. «προκατασκευασμένοις τὰ ἤθη ἐν νόμῳ βιοτεύειν», ΠΔ.
γ. «προκατασκευασμένοι φίλους», Πολ.)
2. ισχυροποιώ, ενισχύω, δυναμώνω εκ τών προτέρων («προκατασκευάζειν εισβολάς», Αιν. Τακτ.)
3. κάνω χρήση προκατασκευής («προκατασκευαζόμενος στοχασμός», Ερμογ.).
Greek Monotonic
προκατασκευάζω: μέλ. -σω, ετοιμάζω από πριν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προκατασκευάζω: тж. med. заранее готовить, подготовлять (τι Arst., med. Polyb.): ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; τούτων προκατασκευασμενων Plut. или προκατασκευασθέντων Polyb. когда это было подготовлено.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κατασκευάζω vooraf regelen.
Middle Liddell
fut. σω
to prepare beforehand, Xen.