στακτός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=staktos
|Transliteration C=staktos
|Beta Code=stakto/s
|Beta Code=stakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oozing out in drops, trickling, distilling</b>, μύρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>529</span>; σμύρνη <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ulc.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.4.10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>29</span>, <span class="title">Edict.Diocl.Delph.</span>22; χυλοί <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span>115a</span>; <b class="b3">σ. ἔλαιον</b> oil <b class="b2">that runs off without pressing, virgin</b>-oil, <span class="title">Gp.</span> 7.12.20; <b class="b3">σ. ἅλμη</b> <b class="b2">brine</b>, ib.20.46.5; <b class="b3">σ. κονία</b> lime-<b class="b2">water</b>, ib.6.7.1 (but = <b class="b2">lye</b> from wood-ashes in Gal.13.569). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">στακτά, τά</b>, perh. <b class="b2">filtering vessels</b>, Ath.Med. ap. <span class="bibl">Orib.5.5.1</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oozing out in drops, trickling, distilling</b>, μύρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>529</span>; σμύρνη <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ulc.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.4.10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>29</span>, <span class="title">Edict.Diocl.Delph.</span>22; χυλοί <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span>115a</span>; <b class="b3">σ. ἔλαιον</b> oil <b class="b2">that runs off without pressing, virgin</b>-oil, <span class="title">Gp.</span> 7.12.20; <b class="b3">σ. ἅλμη</b> [[brine]], ib.20.46.5; <b class="b3">σ. κονία</b> lime-[[water]], ib.6.7.1 (but = [[lye]] from wood-ashes in Gal.13.569). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">στακτά, τά</b>, perh. <b class="b2">filtering vessels</b>, Ath.Med. ap. <span class="bibl">Orib.5.5.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στακτός Medium diacritics: στακτός Low diacritics: στακτός Capitals: ΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: staktós Transliteration B: staktos Transliteration C: staktos Beta Code: stakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A oozing out in drops, trickling, distilling, μύρα Ar.Pl.529; σμύρνη Hp. Ulc.12, cf. Thphr.HP9.4.10, Od.29, Edict.Diocl.Delph.22; χυλοί Pl. Criti.115a; σ. ἔλαιον oil that runs off without pressing, virgin-oil, Gp. 7.12.20; σ. ἅλμη brine, ib.20.46.5; σ. κονία lime-water, ib.6.7.1 (but = lye from wood-ashes in Gal.13.569).    2 στακτά, τά, perh. filtering vessels, Ath.Med. ap. Orib.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 928] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.

Greek (Liddell-Scott)

στακτός: -ή, -όν, (στάζω) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, μύρον Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν ἔλαιον, τὸ ἐκρέον ἄνευ μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον ἔλαιον καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ στακτή, Γεωπ. 7. 12, 20· στ. ἅλμη αὐτόθι 20. 46, 5· στ. κονία, «ἀσβεστόνερον», αὐτόθι 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, ἴσως ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui coule goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΜΑ στάζω
νεοελλ.
φρ. «στακτό κόμμι»
χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκρέει αργά, σταγόνα σταγόνα (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», Αριστοφ.
β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν στακτή, ἡ δὲ πλαστή», Θεόφρ.)
2. (για λάδι) αυτό που εκρέει μόνο του, χωρίς μηχανική πίεση
3. φρ. «στακτὴ κονία» — η στακτή, η αλισίβα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ στακτά
αγγεία κατάλληλα για διήθηση.

Greek Monotonic

στακτός: -ή, -όν (στάζω), αυτός που ρέει αργά σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, ρευστός, αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp.

Russian (Dvoretsky)

στακτός: [adj. verb. к στάζω струящийся по каплям, капающий (μύρον Arph.; χυλοί Plat.).

Middle Liddell

στακτός, ή, όν στάζω
oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar.