χριστιανός: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(4b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=christianos
|Transliteration C=christianos
|Beta Code=xristiano/s
|Beta Code=xristiano/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Christian</b>, Act.Ap.11.26, 26.28, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>4.16</span>, etc. Adv. -νῶς, ζῆν Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>6.19</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Christian]], Act.Ap.11.26, 26.28, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>4.16</span>, etc. Adv. -νῶς, ζῆν Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>6.19</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χριστιᾱνός Medium diacritics: χριστιανός Low diacritics: χριστιανός Capitals: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Transliteration A: christianós Transliteration B: christianos Transliteration C: christianos Beta Code: xristiano/s

English (LSJ)

ὁ,

   A Christian, Act.Ap.11.26, 26.28, 1 Ep.Pet.4.16, etc. Adv. -νῶς, ζῆν Porph. ap. Eus.PE6.19.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, der Anhänger der christlichen Lehre, der Christ, K. S.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chrétien.
Étymologie: χριστός.

Greek Monolingual

ο, θηλ. χριστιανή, ΝΜΑ, και ως επίθ. χριστιανός, -ή, -όν, ΜΑ
ως ουσ. ο πιστός που ασπάζεται τον χριστιανισμό, που πιστεύει στη θρησκεία του Ιησού Χριστού (α. «χριστιανός ορθόδοξος» β. «χριστιανός ρωμαιοκαθολικός» γ. «χριστιανός διαμαρτυρόμενος»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) επιεικής, πράος, φιλάνθρωποςείναι χριστιανός, πάντα κοντά στους φτωχούς και τους αρρώστους»)
β) (συχνά σε φράσεις που δηλώνουν δυσφορία) άνθρωπος (α. «άφησέ με χριστιανέ μου να κάνω τη δουλειά μου» β. «τί θέλει ο χριστιανός και σέ ενοχλεί;»)
2. φρ. «αν είσαι χριστιανός» — αν πιστεύεις στον Χριστό, για όνομα του Θεού
νεοελλ.-μσν.
φρ. «χριστιανοί του αγίου Θωμά»
εκκλ. οι θωμαϊστές
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που αρμόζει στον πιστό του Χριστού και της διδασκαλίας του, χριστιανικός.
επίρρ...
χριστιανῶς ΜΑ
εκκλ. όπως αρμόζει σε χριστιανό, χριστιανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός (< χριστός) + κατάλ. -ιανός (βλ. λ. -ανός].

Russian (Dvoretsky)

χριστιᾱνός: ὁ христианин Luc., NT, Anth.