ἐναποσημαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enaposimaino
|Transliteration C=enaposimaino
|Beta Code=e)naposhmai/nw
|Beta Code=e)naposhmai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">indicate</b> or <b class="b2">point out in</b>, ἱστορίᾳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>2</span>:—Med., <b class="b2">impress</b> or <b class="b2">stamp on</b> a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Im.</span>2.17</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.291</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[indicate]] or <b class="b2">point out in</b>, ἱστορίᾳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>2</span>:—Med., [[impress]] or <b class="b2">stamp on</b> a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Im.</span>2.17</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.291</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:00, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποσημαίνω Medium diacritics: ἐναποσημαίνω Low diacritics: εναποσημαίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΣΗΜΑΙΝΩ
Transliteration A: enaposēmaínō Transliteration B: enaposēmainō Transliteration C: enaposimaino Beta Code: e)naposhmai/nw

English (LSJ)

   A indicate or point out in, ἱστορίᾳ Plu.Cim.2:—Med., impress or stamp on a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. Im.2.17, cf. Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 828] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσημαίνω: ἀποσημαίνω ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.

French (Bailly abrégé)

montrer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποσημαίνω.

Spanish (DGE)

I notificar, dar parte de πονηρεύματα ... οὐ δεῖ ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.Cim.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα Stud.Pal.22.183.36 (II d.C.).
II en v. med.
1 indicar, marcar σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.Im.2.17.4.
2 precisar ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.

Greek Monolingual

ἐναποσημαίνω (Α)
1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω
2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω
3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.

Greek Monotonic

ἐναποσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω μέσα σε, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποσημαίνω: (в чем-л. или чем-л.) отмечать, показывать воочию (τῇ ἱστορίᾳ Plut.).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to indicate or point out in, Plut.