ἰοειδής: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ioeidis | |Transliteration C=ioeidis | ||
|Beta Code=i)oeidh/s | |Beta Code=i)oeidh/s | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ές,</b> (ἴον) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">like the flower</b> ἴον <span class="bibl">1</span>, | |Definition=[<b class="b3">ῐ], ές,</b> (ἴον) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">like the flower</b> ἴον <span class="bibl">1</span>, [[purple]], in Hom. always of the sea, <b class="b3">ἰοειδέα πόντον</b>, whether calm or stormy, <span class="bibl">Il.11.298</span>, <span class="bibl">Od.5.56</span>, <span class="bibl">11.107</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>844</span>; <b class="b3">κρήνη</b> ib.<span class="bibl">3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (<b class="b3">ἰός</b> B) [[poisonous]], κέντρον <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>886</span>; <b class="b3">λοιγός</b> ib.<span class="bibl">243</span>. [Nic. makes ῐ short, as conversely he has ῑάσι from <b class="b3">ἴον</b> (q.v.).]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:31, 29 June 2020
English (LSJ)
[ῐ], ές, (ἴον)
A like the flower ἴον 1, purple, in Hom. always of the sea, ἰοειδέα πόντον, whether calm or stormy, Il.11.298, Od.5.56, 11.107, Hes.Th.844; κρήνη ib.3. II (ἰός B) poisonous, κέντρον Nic.Th.886; λοιγός ib.243. [Nic. makes ῐ short, as conversely he has ῑάσι from ἴον (q.v.).]
German (Pape)
[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; das Meer, sowohl das ruhige, Il. 11, 298 Od. 5, 56, als das sturmbewegte, 11, 107, κρήνη Hes. Th. 3; ὕδωρ Theocr. 16, 62; – giftig, λοιγός Nic. Th. 243; κέντρον 886. Vgl. ἰώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοειδής: -ές, (ἴον) ὅμοιος πρὸς τὸ ἄνθος ἴον (ἴδε ἴον IV), πορφυροῦς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, εἴτε ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· εἴτε ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· κρήνη ὁ αὐτ. 3· ὕδωρ Θεόκρ. 16. 62 (ἔνθα ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., λοιγός, κέντρον Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, εὐώδης, εὔοσμος, κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.
Étymologie: ἴον, εἶδος.
English (Autenrieth)
ές (ϝίον, ϝεῖδος): violetcolored, deep blue, epith. of the sea.
Greek Monolingual
(I)
-ές (Α ἰοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών
αρχ.
1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰοειδές ή ἰώδες
το χρώμα του ίου, το μενεξεδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, κολλο-ειδής].
(II)
ἰοειδής, -ές (Α)
αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός («ἰοειδὲς κέντρον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -ειδής].
Greek Monotonic
ἰοειδής: -ές (ἴον, εἶδος), όμοιος με τη βιολέτα, βιολετής, πορφυρός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἰοειδής: (ῑο) похожий цветом на фиалку, т. е. темно-синий (πόντος Hom.; κρήνη Hes.; ὕδωρ Theocr. - v. l. διαειδής).
Middle Liddell
ἰο-ειδής, ές [ἴον, εἶδος
like the violet, purple, of the sea, Hom.