ἀμφαδόν: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(1a) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfadon | |Transliteration C=amfadon | ||
|Beta Code=a)mfado/n | |Beta Code=a)mfado/n | ||
|Definition=Adv., poet. for <b class="b3">ἀναφαδόν</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἀναφανδόν]] (ἀμφανδόν), <b class="b2">publicly, openly, without disguise</b>, opp. λάθρη, βαλέειν <span class="bibl">Il.7.243</span>; opp. <b class="b3">κρυφηδόν</b>, <span class="bibl">Od.14.330</span>; opp. δόλῳ, κτείνειν <span class="bibl">1.296</span>; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν <span class="bibl">Il.9.370</span>; <b class="b3">ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς</b> Ion Trag. ap. Phot.<span class="bibl">p.98</span> R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in <span class="bibl">Od.19.391</span> <b class="b3">μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο</b> | |Definition=Adv., poet. for <b class="b3">ἀναφαδόν</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἀναφανδόν]] (ἀμφανδόν), <b class="b2">publicly, openly, without disguise</b>, opp. λάθρη, βαλέειν <span class="bibl">Il.7.243</span>; opp. <b class="b3">κρυφηδόν</b>, <span class="bibl">Od.14.330</span>; opp. δόλῳ, κτείνειν <span class="bibl">1.296</span>; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν <span class="bibl">Il.9.370</span>; <b class="b3">ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς</b> Ion Trag. ap. Phot.<span class="bibl">p.98</span> R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in <span class="bibl">Od.19.391</span> <b class="b3">μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο</b> [[discovered]], [[known]], cf. <span class="bibl">A.R.3.615</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:45, 29 June 2020
English (LSJ)
Adv., poet. for ἀναφαδόν
A = ἀναφανδόν (ἀμφανδόν), publicly, openly, without disguise, opp. λάθρη, βαλέειν Il.7.243; opp. κρυφηδόν, Od.14.330; opp. δόλῳ, κτείνειν 1.296; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν Il.9.370; ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς Ion Trag. ap. Phot.p.98 R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in Od.19.391 μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο discovered, known, cf. A.R.3.615.
German (Pape)
[Seite 133] (vgl. ἀναφανδόν), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. ἀμφαδά); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz λάθρῃ Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφᾰδόν: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν (ἀμφανδόν) = δημοσίᾳ, φανερῶς, ἄνευ προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ λάθρῃ Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, μήπως ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει τύπος ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
French (Bailly abrégé)
adv.
ouvertement, publiquement.
Étymologie: pour *ἀναφαδόν, de ἀναφαίνω.
English (Autenrieth)
and ἀμ-φαδά (ἀναφαίνω): adv., openly, publicly; opp. κρυφηδόν, Od. 14.330; βαλέειν, ‘in regular battle,’ Il. 7.243 (opp. λάθρῃ); ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, ‘be revealed,’ ‘come to light,’ Od. 19.391.
English (Slater)
Greek Monolingual
ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α)
δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ- και φαν- του ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ-, φαίνω + -δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν < ἀναφανδὸν < ἀνά + θ. φαν-, φαίνω + -δόν. Ο τ. ἀμφάδην < ἀνὰ + θ. φᾰ -, φαίνω + -δην. Σχετικά με τον τ. ἀμφαδίην βλ. ἀμφάδιος.
Greek Monotonic
ἀμφᾰδόν: επίρρ., ποιητ. αντί ἀναφαδόν (ἀναφαίνω), δημοσίως, φανερά, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφᾰδόν: adv. открыто, явно Hom.
Middle Liddell
poet. for ἀναφαδόν, from ἀναφαίνω
publicly, openly, without disguise, Hom.