προσιζάνω: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosizano | |Transliteration C=prosizano | ||
|Beta Code=prosiza/nw | |Beta Code=prosiza/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sit by</b> or [[near]]: hence, | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sit by</b> or [[near]]: hence, [[rest]], [[settle on]], ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>535a2</span>; ἡγοῦντο προσιζάνειν τῷ ὕδατι τὰς ψυχὰς θεοπνόῳ ὄντι Numen. ap. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>10</span>; <b class="b2">adhere to</b>, v.l. for [[-ίζω]] in Dsc.5.95: abs., ib.74; <b class="b3">ἀπὸ τῶν προσιζανόντων</b> from <b class="b2">all that adheres, dirt</b>, etc., <span class="bibl">Paus.5.14.5</span>; of a robe, <b class="b2">sit close</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span> 10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει <span class="bibl">Semon.7.84</span>; <b class="b3">πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ π</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>278</span>; <b class="b2">cleave to, cling to</b>, <b class="b3">μοι ἀρὰ π</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span> 696</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:22, 30 June 2020
English (LSJ)
A sit by or near: hence, rest, settle on, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA535a2; ἡγοῦντο προσιζάνειν τῷ ὕδατι τὰς ψυχὰς θεοπνόῳ ὄντι Numen. ap. Porph.Antr.10; adhere to, v.l. for -ίζω in Dsc.5.95: abs., ib.74; ἀπὸ τῶν προσιζανόντων from all that adheres, dirt, etc., Paus.5.14.5; of a robe, sit close, Luc.Hist.Conscr. 10. 2 metaph., κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει Semon.7.84; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ π. A.Pr.278; cleave to, cling to, μοι ἀρὰ π. Id.Th. 696.
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προσιζάνω: προσκάθημαι, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ μῶμος οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· ὡσαύτως, προσκάθημαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, οἷον ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι καλῶς, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
French (Bailly abrégé)
s’attacher à, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, ἱζάνω.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι κοντά σε κάτι
2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν»)
4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή
5. μτφ. προσκολλώμαι, πιάνω («ἐχθρά μοι... ἀρὰ προσιζάνει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
προσιζάνω: κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνω, σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., προσχωρώ, προσκολλώμαι σε κάποιον, ἀρά μοι προσιζάνω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσιζάνω:
1) садиться или сидеть рядом, держаться возле (ἡ μέλιττα πρὸς τὰ γλυκέα προσιζάνει Arst.): ὄμμασιν π. τινί Aesch. не спускать глаз с кого-л.; πρὸς ἄλλοτ᾽ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει Aesch. несчастье поражает то одного, то другого;
2) плотно облегать (ἡ ἐσθὴς προσιζάνουσα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ιζάνω naast... (gaan) zitten, tegen... aan gaan zitten; met πρός + acc. of met dat.; overdr..; πρὸς ἄλλοτ ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει rampspoed hecht zich aan telkens weer andere mensen Aeschl. PV 278; ἐχθρά μοι... ἀρὰ... προσιζάνει de hatelijke vervloeking zit aan mij vast Aeschl. Sept. 696; abs. van kleding strak zitten. Luc. 59.10.
Middle Liddell
to sit by or near, c. acc., πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ πρ. Aesch.:—metaph., c. dat., to cleave to, cling to, ἀρά μοι πρ. Aesch.