δόχμιος: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dochmios | |Transliteration C=dochmios | ||
|Beta Code=do/xmios | |Beta Code=do/xmios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[across]], [[aslant]], δόχμια… ἦλθον <span class="bibl">Il.23.116</span>, cf. E <span class="title">Or.</span> 1261 (lyr.); δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.<span class="title">Alc.</span>1000 (lyr.), cf. 575 (lyr.); πέσε δ. <span class="bibl">A.R.1.1169</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in Prosody, ποὺς δ. | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[across]], [[aslant]], δόχμια… ἦλθον <span class="bibl">Il.23.116</span>, cf. E <span class="title">Or.</span> 1261 (lyr.); δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.<span class="title">Alc.</span>1000 (lyr.), cf. 575 (lyr.); πέσε δ. <span class="bibl">A.R.1.1169</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in Prosody, ποὺς δ. [[the dochmiac measure]], Choerob. <span class="title">in Heph.</span>p.219 C.; ῥυθμὸς δ. <span class="bibl">Aristid.Quint.1.17</span>, <span class="bibl">Bacch. <span class="title">Harm.</span>100</span>:—hence Adj. forms, δοχμιᾰκός Aristid.Quint. l. c.: δοχμικός, δοχ-αϊκός, Sch.<span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>128</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>937</span>. (Perh. cf. Skt. <b class="b2">jihmá-</b> 'oblique'.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 30 June 2020
English (LSJ)
α, ον,
A across, aslant, δόχμια… ἦλθον Il.23.116, cf. E Or. 1261 (lyr.); δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.Alc.1000 (lyr.), cf. 575 (lyr.); πέσε δ. A.R.1.1169. II in Prosody, ποὺς δ. the dochmiac measure, Choerob. in Heph.p.219 C.; ῥυθμὸς δ. Aristid.Quint.1.17, Bacch. Harm.100:—hence Adj. forms, δοχμιᾰκός Aristid.Quint. l. c.: δοχμικός, δοχ-αϊκός, Sch.A.Th.128, Sch.Ar.Av.937. (Perh. cf. Skt. jihmá- 'oblique'.)
German (Pape)
[Seite 663] α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg, = pros. πλάγιος, s. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 4; Homer einmal, δόχμια ἦλθον, sie kamen von der Seite, Il. 23, 116, wie Eur. Or. 1258; δοχμία κέλευθος Alc. 1003; vgl. Rhes. 372; δόχμιον νῶτον ἐρεισαμένη Agath. 8 (V, 294); δόχμιος πέσεν Ap. Rh. 1, 1169. – In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß, mit vielen Veränderungen.
Greek (Liddell-Scott)
δόχμιος: -α, -ον, λοξός, πλάγιος, Λατ. obliquus, δόχμια... ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116· δ. κέλευθον ἐμβαίνειν Εὐρ. Ἀλκ. 1000, πρβλ. 575· πέσε δ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1169. ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς δ., ποὺς μετρικός, οὗ τὸ σχῆμα εἶνε υ--υ-, ἀλλ’ ἐπιδεχόμενος σχεδὸν 30 παραλλαγάς, ἴδε Seidler Vers. Dochm.· ἐντεῦθεν οἱ ἐπιθ. τύποι δοχμιᾰκὸς καὶ δοχμικός, ή, όν, Σχόλ.· καὶ δοχμιάζω, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 oblique, transversal : δοχμίαν κέλευθον EUR en se détournant de son chemin ; adv. • δόχμια, obliquement, de côté;
2 tortueux (sentier).
Étymologie: δοχμός.
English (Autenrieth)
and δοχμός: oblique, sideways; δόχμια as adv., Il. 23.116 ; δοχμὼ ἆίσσοντε, Il. 12.148.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Opp.H.2.109
• Morfología: [-ος, -ον Nonn.Par.Eu.Io.16.25; plu. gen. fem. -ᾶν E.Alc.575]
I 1transversal, oblicuo, sinuoso de lugares geográficos πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il.23.116, δοχμιᾶν διὰ κλειτύων E.l.c., δοχμίαν κέλευθον ἐμβαίνων E.Alc.1000
•colocado de forma oblicua πέλταν δοχμίαν πεδαίρων E.Rh.371.
2 de pers. y anim.:
a) c. verb. de estado o mov. de lado, de costado αὐτὸς ... πέσε δ. A.R.1.1169, ἐγὼ ... δ. ἔβαινον εἰς ὁδοῦ πέζαν στενήν Luc.Trag.238, de la zorra δοχμίη ἀγκλινθεῖσα Opp.l.c., de Aquiles δ. ἐγχριμφθείς batiendo de costado (las puertas), e.d., a golpes de hombro Q.S.3.28, Δηΐφοβος ... δ. ἦν AP 2.1.6 (Christod.), δόχμιον ἐν λέκτρῳ νῶτον ἐρεισαμένη AP 5.294.2 (Agath.), βοῦς ... δ. ὀκλάζων Nonn.D.1.52;
b) en cont. de ‘mirar’ de refilón, de través Ἄρης ... δ. ... ὀπιπεύων Ἀφροδίτην Nonn.D.6.242, δόχμιον ὄμμα τίταινε δι' αἰθέρος Nonn.D.25.143
•neutr. como adv. de través, de refilón, de lado δόχμιά νυν κόρας διάφερ' ὀμμάτων E.Or.1261, ἑξῆς δ' ὀπαδεῖ δόχμιον Trag.Adesp.493, δόχμια γὰρ κλίνας βαιὸν κερόεντα μέτωπα Opp.C.2.470.
3 fig. oblicuo, ambiguo ἵξομαι ... οὐκέτι δόχμιον ὀμφήν Nonn.Par.Eu.Io.l.c.
II métr. docmio (ποῦς) δ. pie de formas diversas, la más simple ˘¯¯˘¯ y la más frecuente ¯˘˘¯˘¯ Choerob.in Heph.219, dochmius (pes) Cic.Orat.218, Quint.Inst.9.4.79, ῥυθμός Aristid.Quint.37.17, Bacch.Harm.100.
Greek Monolingual
δόχμιος, -ία, -ιον (Α)
1. πλάγιος, λοξός
2. φρ. «δόχμιος πούς» — πεντασύλλαβος πους της αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ- - υ-, το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια
πλάγια.
Greek Monotonic
δόχμιος: -α, -ον (δοχμός), σταυρωτός, διάμεσος, λοξός, πλάγιος, όπως το πλάγιος, Λατ. obliquus, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δόχμιος:
1) косой, косвенный (πέλταν δοχμίαν πεδαίρειν Eur.): δοχμίαν κέλευθον ἐμβαίνων Eur. свернув с дороги;
2) наклонный, крутой (κλιτύς Eur.);
3) кривой, согнутый (νῶτος Anth.);
4) стих. = δοχμιακός.
Middle Liddell
δόχμιος, η, ον adj δοχμός
across, athwart, aslant, like πλάγιος, Lat. obliquus, Il., Eur.