πεδιακός: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pediakos | |Transliteration C=pediakos | ||
|Beta Code=pediako/s | |Beta Code=pediako/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">on the plain</b>, <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>238</span> S. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">π., οἱ</b>, in Attica, | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">on the plain</b>, <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>238</span> S. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">π., οἱ</b>, in Attica, [[party of the plain]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1305a24</span>,<span class="bibl"><span class="title">Ath.</span>13.4</span> ; cf. <b class="b3">πεδιάσιος, πεδιεῖς</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:38, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or on the plain, τὰ π. Lys.Fr.238 S. II π., οἱ, in Attica, party of the plain, Arist.Pol.1305a24,Ath.13.4 ; cf. πεδιάσιος, πεδιεῖς.
German (Pape)
[Seite 541] = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πεδίον ἢ ὁ ἐπὶ πεδίου.- Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: πεδιακά· Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς, εἰ γνήσιος ὁ λόγος ἐστί. Μοῖρα τῆς Ἀττικῆς ἐστιν, ἣ ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἐκαλεῖτο πεδίον. εἶχε δὲ καὶ προβάτων νομὰς καὶ τὰ ἐντεῦθεν, ὡς ἔοικεν, ἐκαλεῖτο πεδιακά, ἔστε δὲ καὶ παρ’ἄλλοις ῥήτορσι τοὔνομα». ΙΙ. οἱ πεδιακοὶἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 9, ἄλλη δὲ (δηλ. στάσις) τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. σ. 18, 10 Blass. · οἱ πεδιεῖς, δηλ. οἱ πεδινοὶ οἱ ἀνθιστάμενοι πρὸς τὸν Πεισίστρατον (πρβλ. πάραλος ΙΙ), ἐκαλοῦντο δὲ καί, οἱ ἐκ τοῦ πεδίου Ἡρόδ. 1. 59 και, οἱ πεδιεῖς Πλουτ. Σόλων 13, Διογ. Λ. 1. 58 (ἔνθα πεδιαίων εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεδιέων)· οἱ πεδιάσιοι παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πάραλοι. - Πρβλ. πάραλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν ’Αθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 345.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de plaine ; οἱ Πεδιακοί les habitants de la plaine, en Attique.
Étymologie: πεδίον.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πεδίον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν
βιβλίο απογραφής τών αγρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί
οι κάτοικοι της πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη πολιτική παράταξη που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. Πεδιείς
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεδιακά
οι πεδινές εκτάσεις της Αττικής.
Greek Monotonic
πεδιᾰκός: -ή, -όν (πεδίον), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε πεδιάδα· οἱ πεδιακοί, η πολιτική παράταξη της πεδιάδας, δηλ. αυτοί που αντιστάθηκαν στον Πεισίστρατο, σε Αριστ.· ονομάζονταν και οἱ ἐκ τοῦ πεδίου, από Ηρόδ.· οἱ πεδιεῖς, από Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδιακός -ή -όν [πεδίον] van de vlakte; subst. οἱ Πεδιακοί bewoners van het vlakke land van Attica.
Middle Liddell
πεδιᾰκός, ή, όν πεδίον
of or on the plain:— οἱ πεδιακοί the party of the plain, i. e. those who opposed Peisistratus, Arist.; called οἱ ἐκ τοῦ πεδίου by Hdt.; οἱ πεδιεῖς by Plut.