πολυετής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyetis | |Transliteration C=polyetis | ||
|Beta Code=polueth/s | |Beta Code=polueth/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">after many years</b>, π. σεσωσμένος <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>473</span>; π. μολεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>651</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">lasting many years</b>, βίος <span class="title">OGI</span>383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); <b class="b3">ζωή, πόλεμοι</b>, <span class="bibl">Ph.2.364</span>, <span class="bibl">1.677</span>; δουλεία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>17</span>; χρόνος <span class="bibl">Sor.1.33</span>; <b class="b2">full of years</b>, γῆρας <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>4.16</span>; [[old]], ἐλέφας <span class="bibl">Hld.10.25</span>; οἶνος Dsc.2.76; | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">after many years</b>, π. σεσωσμένος <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>473</span>; π. μολεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>651</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">lasting many years</b>, βίος <span class="title">OGI</span>383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); <b class="b3">ζωή, πόλεμοι</b>, <span class="bibl">Ph.2.364</span>, <span class="bibl">1.677</span>; δουλεία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>17</span>; χρόνος <span class="bibl">Sor.1.33</span>; <b class="b2">full of years</b>, γῆρας <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>4.16</span>; [[old]], ἐλέφας <span class="bibl">Hld.10.25</span>; οἶνος Dsc.2.76; [[keeping for many years]], of a remedy, <span class="bibl">Aët.9.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A after many years, π. σεσωσμένος E.Or.473; π. μολεῖν Id.Hel.651 (lyr.). II lasting many years, βίος OGI383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); ζωή, πόλεμοι, Ph.2.364, 1.677; δουλεία Luc.Merc.Cond.17; χρόνος Sor.1.33; full of years, γῆρας LXX Wi.4.16; old, ἐλέφας Hld.10.25; οἶνος Dsc.2.76; keeping for many years, of a remedy, Aët.9.24.
German (Pape)
[Seite 662] ές, vieljährig, bejahrt; Eur. Or. 473 Hel. 657; Luc. Herm. 50; χρόνος, Poll. 1, 58.
Greek (Liddell-Scott)
πολυετής: -ές, ὁ πολλῶν ἐτῶν, ἢ ὁ μετὰ πολλὰ ἔτη, ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετής, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Εὐρ. Ὀρ. 473, Ἑλλ. 651. ― Κατὰ Πολυδ.: «χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος, καὶ ὁμοίως ὀλιγοετὴς» Α. 58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
(qu’on désire, qu’on attend, qu’on revoit) après de longues années.
Étymologie: πολύς, ἔτος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πολυετές φυτό»
βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια
β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοί
γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνα
αρχ.
1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνια («νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιός («χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)
3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τρι-ετής].
Greek Monotonic
πολυετής: -ές (ἔτος), αυτός που έχει πολλά χρόνια, που είναι γεμάτος από αυτά, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυετής -ές [πολύς, ἔτος] vele jaren durend:. δουλεία slavernij Luc. 36.17. na lange tijd: (als pred. adj. ). ἔμενον ἐκ Τροίας πολυετῆ μολεῖν ik wachtte erop dat hij na vele jaren zou terugkeren uit Troje Eur. Hel. 651; ὡς... ἥκοι... πολυετὴς σεσωμένος dat hij na vele jaren behouden thuis is gekomen Eur. Or. 473.
Russian (Dvoretsky)
πολυετής:
1) проживший много лет, престарелый (π. καὶ μακρόβιος Luc.);
2) отсутствовавший много лет: ὃν ἔμενον πολυετῆ μολεῖν Eur. возвращения которого я прождал(а) столько лет.