χαλκεομήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkeomistor
|Transliteration C=chalkeomistor
|Beta Code=xalkeomh/stwr
|Beta Code=xalkeomh/stwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in arms</b>, <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>271</span> (lyr.) from Hsch. (<b class="b3">χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος</b>, i. e. <b class="b3">χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος</b>).</span>
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[skilled in arms]], <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>271</span> (lyr.) from Hsch. (<b class="b3">χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος</b>, i. e. <b class="b3">χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος</b>).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:48, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεομήστωρ Medium diacritics: χαλκεομήστωρ Low diacritics: χαλκεομήστωρ Capitals: ΧΑΛΚΕΟΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: chalkeomḗstōr Transliteration B: chalkeomēstōr Transliteration C: chalkeomistor Beta Code: xalkeomh/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i. e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.

French (Bailly abrégé)

οροσ (ὁ) :
à la volonté d’airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.

Greek Monolingual

-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.

Greek Monotonic

χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεομήστωρ: ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - v. l. к χαλκεομίτωρ).

Middle Liddell

skilled in arms, Eur.