ἐπίκληρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikliros
|Transliteration C=epikliros
|Beta Code=e)pi/klhros
|Beta Code=e)pi/klhros
|Definition=Dor. -κλᾱρος, <b class="b3">ἡ ὁ</b> only in Thom.Mag.p.138R.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[heiress]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1653</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span> 583</span>. <span class="bibl">And.1.121</span>, <span class="bibl">Lys.26.12</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>630e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>9.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span>1270a27</span>, <span class="title">IG</span>22.1165, <span class="title">Test.Epict.</span>3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου . . ἀμφις βητήσων ἥκει <span class="bibl">Lys.24.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. c. dat., <b class="b3">ἐ. τῇ ἀρχῇ</b> (so codd.: prob. <b class="b3">τῆς ἀρχῆς</b>) <b class="b2">heiress to</b> the kingdom, <span class="bibl">D.H.1.70</span>: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cleom.</span>1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span>. Astrol., perh. f.l. for [[ἔγκληρος]], <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).225.</span>
|Definition=Dor. -κλᾱρος, <b class="b3">ἡ ὁ</b> only in Thom.Mag.p.138R.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[heiress]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1653</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span> 583</span>. <span class="bibl">And.1.121</span>, <span class="bibl">Lys.26.12</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>630e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>9.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span>1270a27</span>, <span class="title">IG</span>22.1165, <span class="title">Test.Epict.</span>3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου . . ἀμφις βητήσων ἥκει <span class="bibl">Lys.24.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. c. dat., <b class="b3">ἐ. τῇ ἀρχῇ</b> (so codd.: prob. <b class="b3">τῆς ἀρχῆς</b>) [[heiress to]] the kingdom, <span class="bibl">D.H.1.70</span>: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cleom.</span>1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span>. Astrol., perh. f.l. for [[ἔγκληρος]], <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).225.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:12, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκληρος Medium diacritics: ἐπίκληρος Low diacritics: επίκληρος Capitals: ΕΠΙΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: epíklēros Transliteration B: epiklēros Transliteration C: epikliros Beta Code: e)pi/klhros

English (LSJ)

Dor. -κλᾱρος, ἡ ὁ only in Thom.Mag.p.138R.),

   A heiress, Ar.Av.1653, V. 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.Lg.630e, Arist.Ath.9.2, Pol.1270a27, IG22.1165, Test.Epict.3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου . . ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14.    2. c. dat., ἐ. τῇ ἀρχῇ (so codd.: prob. τῆς ἀρχῆς) heiress to the kingdom, D.H.1.70: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. Cleom.1.    3. Astrol., perh. f.l. for ἔγκληρος, Cat.Cod.Astr.8(4).225.

German (Pape)

[Seite 949] das väterliche Vermögen erbend, bes. ἡ, die Erbtochter, welche keine Brüder hatte, so daß ihr das ganze väterliche Vermögen zufiel, die aber, damit das Vermögen nicht in eine fremde Familie komme, den nächsten Verwandten heirathen mußte, auch, wenn sie arm war, von diesem ausgestattet wurde (s. das Gesetz Dem. 43, 51); im Fall Mehrere auf sie Ansprüche machten, trat eine gerichtliche Entscheidung ein, s. ἐπίδικος u. vgl. Andoc. 1, 117 ff.; Herm. Staatsalterth. §. 121, 4, Meier u. Schömann Att. Proceß S. 468; αἱ τῶν ἐπικλήρων δίκαι Lys. 15, 3; παῖδ' ἐπίκληρον Ar. Vesp. 583, vgl. Av. 1652; Plat. Legg. I, 630 e; ἡ μήτηρ ἐμὴ ἐπὶ παντὶ τῷ οἴκῳ ἐπίκληρος οὖσα Is. 10, 4, 21. – Uebh. Erbinn, οὐσίας μεγάλης Plut. Cleom. 1; auch τῇ ἀρχῇ, Erbinn des Reichs, D. Hal. 1, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, κληρονόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1653, Σφ. 583, Ἀνδοκ. 16. 7 κ. ἀλλ., Λυσ. 176. 22· ὥσπερ ἐπικλήρου ἀμφισβητήσων ἥκει Λυσ. 169. 29. ― Ἐν Ἀθήναις ὁ πλησιέστερος ἄρρην συγγενὴς εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ νυμφευθῇ κόρην κληρονόμον περιουσίας, ἤ, ἂν ἡ κληρονομία αὐτῆς ἦτο μικρά, ἦτο ὑπόχρεως διὰ νόμου ἢ νὰ νυμφευθῇ αὐτήν, ἢ νὰ τὴν προικίσῃ ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ περιουσίας· ― διὰ νὰ νυμφευθῇ δὲ αὐτὴν ἐλάμβανε τὴν ἄδειαν νὰ χωρισθῇ τὴν ὑπάρχουσαν γυναῖκα αὐτοῦ· καὶ ἐν περιπτώσει καθ’ ἣν πολλοὶ ἐφιλονίκουν ὅπως νυμφευθῶσιν αὐτήν, ἡ ὑπόθεσις ἐδικάζετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ὁπότεκληρονόμος ὠνομάζετο καὶ ἐπίδικος (ἴδε τὴν λέξιν), Ἰσαῖος ἐν τῷ «περὶ Πύρρου κλήρου» καὶ ἐν τῷ «περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου», Ἁρποκρ., πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.· ἐπικλήρου κακώσεως, αὗται δ’ εἰσὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν συνοικούντων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82. 15 (ἔκδ. Blass), Ἀνδοκ. 1. 121. ― Περὶ τοῦ Σπαρτιατικοῦ νόμου περὶ τῶν ἐπικλήρων, ἴδε Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ 31. 2) μετὰ δοτ., ἐπ. τῇ ἀρχῇ, κληρονόμος τῆς βασιλείας, Διον. Ἁλ. 1. 70· καὶ μετὰ γεν., ἐπ. οὐσίας μεγάλης Πλουτ. Κλεομ. 1. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 630Ε, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσδόκιμον κληρονομίαν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκληρος· ἐνούσιος. γυνὴ δέσποινα, εἰς ἣν κατήντησαν πολλοὶ κλῆροι».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 qui hérite de tout le bien : ἡ ἐπίκληρος fille épiclère ou héritière unique;
2 p. ext. héritier de, gén..
Étymologie: ἐπί, κλῆρος.

Greek Monolingual

ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) κλήρος
1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῡν δ’ ἔξεστι δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται», Αριστοτ.)
2. (κατά Θωμ. Μάγιστρ.) «ἐπίκληρος καὶ ἐπὶ ἀρσενικοῡ καὶ ἐπὶ θηλυκοῡ, ὁ ἐπὶ πάσῃ τῇ πατρικῇ περιουσίᾳ καταλελειμμένος παῑς»
3. (γενικώς) κληρονόμος
4. αστρολ. πιθ. έγκληρος.

Greek Monotonic

ἐπίκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, κληρονόμος (γυναίκα), σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκληρος: ου ἡ
1) (единственная) наследница (на которой, по афинскому праву, должен был жениться ближайший, родственник; если претендентов на руку ἐ. было несколько, вопрос решался в судебном порядке, и в этом случае ἐ. называлась ἐπίδικος) Lys., Arph., Plat., Isae., Dem., Arst.;
2) наследница (вообще) (οὐσίας μεγάλης Plut.).

Middle Liddell

an heiress, Ar., etc.