σωληνοειδής: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=solinoeidis | |Transliteration C=solinoeidis | ||
|Beta Code=swlhnoeidh/s | |Beta Code=swlhnoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">pipe-shaped, grooved</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.16.6</span>, <span class="bibl">Ph.2.244</span>, <span class="bibl">D.C.49.30</span>. Adv. <b class="b3">-ειδῶς</b> [[like a pipe]], Ruf.<span class="title">Oss.</span>24; | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">pipe-shaped, grooved</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.16.6</span>, <span class="bibl">Ph.2.244</span>, <span class="bibl">D.C.49.30</span>. Adv. <b class="b3">-ειδῶς</b> [[like a pipe]], Ruf.<span class="title">Oss.</span>24; [[groove-wise]], <span class="bibl">Sor. 1.85</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:59, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A pipe-shaped, grooved, Aen.Tact.16.6, Ph.2.244, D.C.49.30. Adv. -ειδῶς like a pipe, Ruf.Oss.24; groove-wise, Sor. 1.85.
German (Pape)
[Seite 1059] ές, rinnen-, röhrenförmig, D. Cass. 49, 30.
Greek (Liddell-Scott)
σωληνοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σωλῆνος, κοῖλος, Φίλων 2. 244, Δίων Κ. 49 30.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα σωλήνα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το σωληνοειδές
α) βιολ. καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30-50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση της ίνας του πυρηνοσώματος
β) (ηλεκτρολ.) άλλη ονομασία για το πηνίο
2. φρ. «σωληνοειδής καρδιά»
ζωολ. τροποποίηση της απλής συσταλτικής καρδιάς τών περισσότερων αρθροπόδων που συνίσταται στη διεύρυνση τμήματος του ραχιαίου αγγείου για να σχηματίσει έναν ή περισσότερους γραμμικά διευθετημένους θαλάμους.
επίρρ...
σωληνοειδῶς Α
σε σχήμα που μοιάζει με σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + -ειδής].