συμμαθητής: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2-, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmathitis
|Transliteration C=symmathitis
|Beta Code=summaqhth/s
|Beta Code=summaqhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fellow-disciple, schoolfellow</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>272c</span>, Gal. 12.835, <span class="bibl">Ps.-Callisth.1.13</span>; <b class="b3">ἐγένονθ' ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης</b> [[fellow-pupils]] in the art, <span class="bibl">Anaxipp.1.2</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fellow-disciple]], [[schoolfellow]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>272c</span>, Gal. 12.835, <span class="bibl">Ps.-Callisth.1.13</span>; <b class="b3">ἐγένονθ' ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης</b> [[fellow-pupils]] in the art, <span class="bibl">Anaxipp.1.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰθητής Medium diacritics: συμμαθητής Low diacritics: συμμαθητής Capitals: ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΣ
Transliteration A: symmathētḗs Transliteration B: symmathētēs Transliteration C: symmathitis Beta Code: summaqhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-disciple, schoolfellow, Pl.Euthd.272c, Gal. 12.835, Ps.-Callisth.1.13; ἐγένονθ' ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης fellow-pupils in the art, Anaxipp.1.2.

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Mitschüler, τινί, Plat. Euthyd. 272 c.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰθητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖσε ἄλλους συμμαθητάς μοι φοιτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· ἐγένονθ’ ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης, μανθάνοντες ἢ διδασκόμενοι ὁμοῦ τὴν τέχνην, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
condisciple.
Étymologie: συμμανθάνω.

English (Strong)

from a compound of σύν and μανθάνω; a co-learner (of Christianity): fellow disciple.

English (Thayer)

(T WH συνμαθητης (cf. ἀπό, II. at the end)), συμμαθητου, ὁ, a fellow-disciple: Plato, Euthyd., p. 272c.; Aesop fab. 48). (Phrynichus says that σύν is not prefixed to πολίτης, δημότης, φυλέτης, and the like, but only to those nouns which denote an association which is πρόσκαιρος i. e. temporary, as συενφηβος, συνθιασώτης, συμπότης. The Latin also observes the same distinction and says commilito meus, but not concivis, but civis meus; see Phryn. ed. Lob., p. 471; (cf. p. 172; Winer's 25).)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ
φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους
2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαθητής (< μανθάνω)].

Greek Monotonic

συμμᾰθητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμαθητής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συμμαθητής: οῦ ὁ соученик Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μαθητής -οῦ, ὁ medeleerling, medediscipel.

Middle Liddell

συμ-μᾰθητής, οῦ, ὁ,
a fellow-disciple, Plat.

Chinese

原文音譯:summaqht»j 沁-馬帖帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-學(習者)
字義溯源:同學,同作門徒;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μανθάνω)*=學)組成
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 同作門徒的(1) 約11:16