ἐξαρκής: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐξαρκής]], ές [from [[ἐξαρκέω]] <i>adj</i><br />[[enough]], [[sufficient]], Aesch., Soph. | |mdlsjtxt=[[ἐξαρκής]], ές [from [[ἐξαρκέω]] <i>adj</i><br />[[enough]], [[sufficient]], Aesch., Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[enough]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ές,
A enough, sufficient, πλοῦτος ἐ. δόμοις A.Pers.237 (troch.); τἄνδον ἐξαρκῆ τιθέναι put in order, S.Tr.334.
German (Pape)
[Seite 872] ές, aus-, hinreichend; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις Aesch. Pers. 233; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, daß ich Alles im Hause gehörig besorge, Soph. Tr. 333.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, πλοῦτος ἐξ. δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 237· ὡς... τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, ὅπως βάλω εἰς τάξιν τὰ ἔνδον, Σοφ. Τρ. 334.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
suffisant.
Étymologie: ἐξαρκέω.
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: acent. ἔξαρκες Lib.Decl.20.10
1 ref. cantidad suficiente, bastante πλοῦτος ἐ. δόμοις; ¿hay en las casas riqueza suficiente? A.Pers.237.
2 ref. cualidad suficiente, correcto, que está en orden ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ mientras que yo pongo en orden lo de dentro S.Tr.334, τοῦτο ἔξαρκες τὸ προελέσθαι Lib.l.c.
Greek Monolingual
ἐξαρκής, -ές (Α)
1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῡτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.)
2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» — βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -αρκής, πρβλ. επ-αρκής (< άρκος)].
Greek Monotonic
ἐξαρκής: -ές, αρκετός, ικανός, επαρκής, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαρκής: достаточный (πλοῦτος ἐ. δόμοις Aesch.): ἐξαρκές τι τιθέναι Soph. приводить в порядок что-л.
Middle Liddell
ἐξαρκής, ές [from ἐξαρκέω adj
enough, sufficient, Aesch., Soph.