εὐθαρσής: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-θαρσής, ές [[θάρσος]]<br /><b class="num">1.</b> of [[good]] [[courage]], Hhymn., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> giving [[courage]], [[secure]], Xen. | |mdlsjtxt=εὐ-θαρσής, ές [[θάρσος]]<br /><b class="num">1.</b> of [[good]] [[courage]], Hhymn., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> giving [[courage]], [[secure]], Xen. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[brave]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 4 July 2020
English (LSJ)
ές,
A of good courage, h. Mart.9 (v.l.), A.Ag. 930, Supp.249, E.El.526; ἐν τοῖς δεινοῖς X.Ages.11.10; πρὸς κίνδυνον D.S. 11.35; τὸ εὐθαρσῆ εἶναι Andronic. Rhod. p.575 M.: Comp. -έστερος Diph. 111, Plu.2.69a; of bolder interpreters, Ph.1.606: Sup. -έστατος X. HG7.1.9. Adv. -ῶς, ἔχειν πρός τι Arist. EN1115a21. 2 safe, secure, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐ. X. Eq.Mag.4.11.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, unerschrocken, gutes Muthes, herzhaft; H. h. 7, 9; Aesch. Ag. 904 Suppl. 947; Eur. El. 526; Xen. Hell. 7, 19; ἐν τοῖς δεινοῖς Ages. 11, 10, öfter, wie Folgde; πρὸς τὸν κίνδυνον D. Sic. 11, 35; auch vom Pferde, Poll. 1, 195; – Xen. Hipparch. 4, 11 αἱ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ, die offenen, sichtbaren Wachtposten zeigen, wo Gefahr u. wo Sicherheit ist, wo man getrost sein kann. – Adv. εὐθαρσῶς, Aesch. Suppl. 246; ἔχειν πρός τι, dem δειλός entgeggstzt, Arist. Eth. 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθαρσής: -ές, πλήρης θάρρους, εὔτολμος, Ὁμ. Ὕμν. 7. 9, Αἰσχύλ. Ἀγ. 930, Εὐρ. Ἠλ. 526· ἐν τοῖς δεινοῖς Ξεν. Ἀγησ. 11. 10· πρὸς κίνδυνον Διόδ. 11. 35. - Συγκρ. -έστερος Πλούτ. 2. 69Α: Ὑπερθ. -έστατος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 9: - Ἐπιρρ., λέγ’ εὐθαρσῶς Αἰσχύλ. Ἱκ. 249· εὐθαρσῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 4. 2) ἀσφαλής, ἀκίνδυνος, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a bon courage, ferme, hardi;
Cp. εὐθαρσέστερος, Sp. εὐθαρσέστατος.
Étymologie: εὖ, θάρσος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής, λυκο-θαρσής].
Greek Monotonic
εὐθαρσής: -ές (θάρσος)·
1. τολμηρός, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ασφαλής, ακίνδυνος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐθαρσής:
1) бесстрашный, смелый (ἥβη HH; Δαναός Aesch.; Ὀρέστης Eur.; ἐν τοῖς δεινοῖς Xen., Arst.; πρὸς κίνδυνον Diod.; εὐ. καὶ πρόθυμος Plut.);
2) нестрашный, не внушающий страха, не представляющий опасности: τὰ εὐθαρσῆ Xen. безопасные места.
Middle Liddell
εὐ-θαρσής, ές θάρσος
1. of good courage, Hhymn., Aesch., etc.
2. giving courage, secure, Xen.