ἀπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προφασίζομαι]]<br />[[offering]] no [[excuse]], [[unhesitating]], Thuc., Xen. adv. -τως, without [[disguise]], without [[evasion]], [[honestly]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[προφασίζομαι]]<br />[[offering]] no [[excuse]], [[unhesitating]], Thuc., Xen. adv. -τως, without [[disguise]], without [[evasion]], [[honestly]], Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[unhesitating]]
}}
}}

Revision as of 14:40, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροφάσιστος Medium diacritics: ἀπροφάσιστος Low diacritics: απροφάσιστος Capitals: ΑΠΡΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aprophásistos Transliteration B: aprophasistos Transliteration C: aprofasistos Beta Code: a)profa/sistos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A offering no excuse, unhesitating, ready, προθυμία Th.6.83; εὔνοια Lys.Fr.114; σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10; συνεραστής Timocl.8. Adv. -τως without disguise, Th.1.49, etc.: without evasion, honestly, Id.6.72, IG2.243, etc.; unhesitatingly, D.C.38.39.    II admitting no excuse, implacable, θάνατος E.Ba.1002.    III inexcusable, κακία Plu.Cat.Mi.44, cf. 2.742c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ ἄνευ προφάσεως, προθυμία Θουκ. 6. 83· εὔνοια Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ λέξις φαίνεται ἐφθαρμένη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.
Étymologie: ἀ, προφασίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1que no pone excusas o pretextos, que no vacila, seguro προθυμία Th.6.83, θάνατος E.Ba.1002, σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10, συνεραστής Timocl.8.6, ἀπροφασίστους αὑτοὺς παρεισχημένοι ἐν παντὶ καιρῷ IG 5(1).1146.31 (I a.C.), συναγωνισταί Plb.10.34.9, irónico ὁ κόλαξ Plu.2.62c, 64e
que no da rodeos ἄμφω δ' ἀπροφάσιστα τὸν οἴκαδε νόστον ἀφέντες AP 7.721 (Chaeremo)
neutr. como adv. sin motivos, sin excusa ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν AP 5.250 (Paul.Sil.).
2 inexcusable, inevitable κακία Plu.Cat.Mi.44, ἧττα Plu.2.742c.
II adv. -ως decididamente, sin vacilar ἐπικουρεῖν Th.1.49, D.C.38.39.5, παρασκευασθῆναι Th.6.72, συναγωνίζεσθαι IG 22.558.12 (IV a.C.), τὸ ἀποφασίστος (sic) φαίνεσθαι IM 38.21 (III a.C.), τὰ δίκαια ποιεῖν PPetr.2.32.2a.28 (III a.C.), διδοὺς ... τὰ συμφέροντα τῇ πόλει ISestos 1.19 (II a.C.), ἀ. ἐκπληρῶ τὰ πρόσλοιπα PRyl.66.8 (II a.C.), οἱ μὲν ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀ. Plb.1.55.4, μετέχειν ἀ. καὶ προθύμως Plu.2.64d, ὅτι πολλὰς χρείας παρείσχηται ἀ. ID 1519.7 (II d.C.), εἰσεδεχόμην ἀ. Aristaenet.2.16.6
clara, abiertamente δουλεύοντα Simon.108
sin falta, regularmente ἐπιφαινομένων τῶν καταμηνίων ἀ. Hp.Prorrh.2.24.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροφάσιστος, -ον)
αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής
αρχ.
1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος
2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος.

Greek Monotonic

ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον (προφασίζομαι), αυτός που δεν προβάλλει καμία πρόφαση, καμία δικαιολογία, αυτός που δεν έχει δισταγμούς, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -τως, απροκάλυπτα, χωρίς υπεκφυγές, εντίμως, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροφάσιστος: (φᾰ)
1) безоговорочный, безусловный, беззаветный (προθυμία Thuc.; εὔνοια Lys.);
2) беззаветно преданный (σύμμαχοι Xen.; γνώμη Eur.; ἀ. καὶ πιστός Plut.);
3) открытый, явный (ἀπροφάσιστον φυγὴν φυγεῖν Plut.).

Middle Liddell

προφασίζομαι
offering no excuse, unhesitating, Thuc., Xen. adv. -τως, without disguise, without evasion, honestly, Thuc.

English (Woodhouse)

unhesitating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)