πομφός: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pomfos
|Transliteration C=pomfos
|Beta Code=pomfo/s
|Beta Code=pomfo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[blister]] on the skin, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.118</span>, <span class="bibl"><span class="title">Morb.</span>2.70</span>. (Cf. <b class="b3">πομφόλυξ, πομφολύζω;</b> perh. akin to <b class="b3">πέμφιζ</b>.) </span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[blister]] on the skin, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.118</span>, <span class="bibl"><span class="title">Morb.</span>2.70</span>. (Cf. <b class="b3">πομφόλυξ, πομφολύζω;</b> perh. akin to [[πέμφιζ]].) </span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:19, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφός Medium diacritics: πομφός Low diacritics: πομφός Capitals: ΠΟΜΦΟΣ
Transliteration A: pomphós Transliteration B: pomphos Transliteration C: pomfos Beta Code: pomfo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blister on the skin, Hp.Mul.2.118, Morb.2.70. (Cf. πομφόλυξ, πομφολύζω; perh. akin to πέμφιζ.)

German (Pape)

[Seite 679] ὁ (verwandt mit πέμφιξ, vgl. πομφολύζω), eine Blase, Brandblase, Hippocr., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πομφός: -οῦ, ὁ, φλύκταινα ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. 485. 54., 641. 42· ἴδε Foës. Oecon. (ὅθεν αἱ λέξεις πομφόλυξ, πομφολύζω· συγγενὲς τῷ πέμφιξ).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bulle, bouton, pustule, cloque.
Étymologie: cf. πέμφιξ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
φλύκταιναοίδημα του δέρματος
νεοελλ.
ιατρ. στοιχειώδης δερματική βλάβη, χαρακτηριστική της κυδώσεως που έχει χρώμα ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, σχήμα στρογγυλό ή πολυκυκλικό, μέγεθος από κεφαλή καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το δέρμα, εμφανίζεται και εξαφανίζεται γρήγορα, συνοδεύεται από κνησμό και οφείλεται σε οίδημα της επιδερμίδας και του χορίου του δέρματος και αποτελεί αλλεργική εκδήλωση, μπορεί όμως να παραχθεί και τεχνητά με ενδοδερμική ένεση, όπως γίνεται στις διάφορες ενδοδερμικές δοκιμασίες για ανίχνευση ευαισθησίας προς διάφορες φαρμακευτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέμφιγα].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφός -οῦ, ὁ [~ πέμφιξ] geneesk. blaar, blaas (op de huid)