ἄθυμος: Difference between revisions
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=athymos | |Transliteration C=athymos | ||
|Beta Code=a)/qumos | |Beta Code=a)/qumos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fainthearted]], [[spiritless]], once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. <span class="bibl">Od.10.463</span>; κακὸς καὶ ἄ. <span class="bibl">Hdt.7.11</span>; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 927</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">OT</span>319</span>; of nations, opp. | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fainthearted]], [[spiritless]], once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. <span class="bibl">Od.10.463</span>; κακὸς καὶ ἄ. <span class="bibl">Hdt.7.11</span>; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 927</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">OT</span>319</span>; of nations, opp. [[ἔνθυμος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1327b28</span>: Comp. -ότερος <span class="bibl">Men.405.2</span>; <b class="b3">ἄ. εἶναι πρός τι</b> to have [[little heart]] for it, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.4.9</span>. Adv. ἀθύμως, ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>4.5.4</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.3.58</span>; ἀθύμως διάγειν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.1.24</span>; <b class="b3">ἀθύμως πονεῖν</b> to work [[without spirit]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span> 21.5</span>; <b class="b3">ὁδοὺς ἀ. τιθέντες</b> [[discouraging]] their marches, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>770</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[without anger]] or [[passion]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>411b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>888a</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 8 July 2020
English (LSJ)
ον,
A fainthearted, spiritless, once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr. 927, cf. OT319; of nations, opp. ἔνθυμος, Arist.Pol.1327b28: Comp. -ότερος Men.405.2; ἄ. εἶναι πρός τι to have little heart for it, X.An.1.4.9. Adv. ἀθύμως, ἔχειν πρός τι Id.HG4.5.4, cf. Isoc.3.58; ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24; ἀθύμως πονεῖν to work without spirit, Id.Oec. 21.5; ὁδοὺς ἀ. τιθέντες discouraging their marches, A.Eu.770. 2 without anger or passion, Pl.R.411b, Lg.888a.
German (Pape)
[Seite 48] 1) muthlos, Od. 10, 463 (ἅπαξ εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmüthig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem θυμοειδής entgegengesetzt, nicht zornmüthig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθὐμως διάγειν, muthlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmüthig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθῡμος: -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνθυμος, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. εἶναι πρός τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· οὕτως: ἀθύμως ἔχειν πρός τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, ἐργάζομαι ἄνευ προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) ἄνευ θυμοῦ, ἤτοι ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ εὐχάριστος, ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ στίχος εἶναι γνήσιος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
découragé, abattu, mal disposé.
Étymologie: ἀ, θυμός.
Spanish (DGE)
(ἄθῡμος) -ον
I 1desanimado, desalentado, decaído ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.OT 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.Lys.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.An.1.4.9, cf. Hp.Epid.3.17.2, Men.Fr.336.2, Philostr.Im.1.4.1.
2 pusilánime, sin valor guerrero κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr.927, cf. A.Th.616, Pl.R.456a, de pueblos asiáticos, Arist.Pol.1327b28.
II que acaba con el valor, desalentador ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.Eu.770.
III adv. -ως desanimadamente, sin ánimos ἀ. πρὸς τὸ δεῖπνον ἔχειν X.HG 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀ. διάγειν X.Cyr.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀ. διέκειτο Plb.4.81.8.
Greek Monotonic
ἄθῡμος: -ον, 1. άτολμος, λιπόψυχος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἄθυμος εἶναι πρός τι, δεν έχω το σθένος, τη δύναμη, την ψυχή, την «καρδιά» για κάτι, σε Ξεν.· παρομοίως και επίρρ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, στον ίδ.
2. χωρίς πάθη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυμος:
1) павший духом, пришедший в отчаяние, подавленный (ὡς ἄ. εἰσελήλυθας Soph.);
2) заставляющий пасть духом, наводящий уныние, страшный (ὁδοί Aesch.);
3) малодушный, робкий (ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι Hom.; κακὸς καὶ ἄ. Her.): ἄ. εἶναι πρός τι Xen. бояться чего-л.;
4) невозмутимый, бесстрастный (φύσις Plat.).
Middle Liddell
1. without heart, fainthearted, Od., Hdt., etc.; ἄθ. εἶναι πρός τι to have no heart for a thing, Xen.; so adv., ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen.
2. without passion, Plat.