θεοπρεπής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theoprepis | |Transliteration C=theoprepis | ||
|Beta Code=qeopreph/s | |Beta Code=qeopreph/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[meet for a god]], Ἥρας δῶμα <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.2</span>; πεδίον <span class="bibl">D.S.11.89</span>; <b class="b3">πομπή, μορφή</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>28</span>, <span class="bibl">2.780a</span>; ὀνόματα <span class="bibl">Max.Tyr.6.2</span>; [[marvellous]], θέαμα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων <span class="bibl">Ph.2.137</span>: Sup. -έστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. -πῶς <span class="title">IG</span>5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), <span class="bibl">D.S.4.2</span>, <span class="bibl">Ph.1.154</span>, al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>15</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:24, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, A meet for a god, Ἥρας δῶμα Pi.N.10.2; πεδίον D.S.11.89; πομπή, μορφή, Plu.Dio28, 2.780a; ὀνόματα Max.Tyr.6.2; marvellous, θέαμα Plu.Alc.34, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων Ph.2.137: Sup. -έστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. -πῶς IG5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), D.S.4.2, Ph.1.154, al., Luc.Alex.15, etc.
German (Pape)
[Seite 1197] ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., θεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπρεπής: -ές, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων θεῷ, Ἥρας δῶμα Πίνδ. Ν. 10. 2∙ τέμενος Διόδ. 11. 89∙ πομπή, μορφὴ Πλούτ. Δίωνι 28., 2. 780Α∙ θαυμαστός, θέαμα ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Λουκ. Ἀλεξ. 15.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui convient à un dieu, digne d’un dieu, magnifique.
Étymologie: θεός, πρέπω.
English (Slater)
θεοπρεπής
1 fit for a god Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε (N. 10.2)
Greek Monolingual
-ές (AM θεοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός
2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.)
επίρρ...
θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς)
με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ευ-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].
Greek Monotonic
θεοπρεπής: -ές (πρέπω), κατάλληλος, ταιριαστός σε θεό, σε Πίνδ.· επίρρ. -πῶς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θεοπρεπής:
1) подобающий богам, приличествующий божеству, достойный бога или богини (Ἣρας δῶμα Pind.; πομπή Plut.; τέμενος Diod.);
2) великолепный, изумительный (θέαμα Plut.).