κυδάνω: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kydano | |Transliteration C=kydano | ||
|Beta Code=kuda/nw | |Beta Code=kuda/nw | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ]</b>, <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">ᾰ]</b>, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[κυδαίνω]], only pres. and impf., [[exalt]], τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει <span class="bibl">Il.14.73</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> to [[be triumphant]], Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον <span class="bibl">20.42</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:10, 11 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73. II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.
Greek Monolingual
κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. ἐ-κύδαν-α].
Greek Monotonic
κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κῡδάνω: (ᾰ)
1) делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);
2) быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδάνω [κῦδος] stralen, trots zijn:. Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον de Achaeërs waren erg trots Il. 20.42. aanzien verlenen.
Middle Liddell
κῡδάνω, = κυδαίνω only in pres. and imperf.,]
I. to hold in honour, Il.
II. to vaunt, boast, Il.