νεφρικός: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefrikos
|Transliteration C=nefrikos
|Beta Code=nefriko/s
|Beta Code=nefriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> f.l. for [[νεφριτικός]], Dsc. 1.6.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> f.l. for [[νεφριτικός]], Dsc. 1.6.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρικός Medium diacritics: νεφρικός Low diacritics: νεφρικός Capitals: ΝΕΦΡΙΚΟΣ
Transliteration A: nephrikós Transliteration B: nephrikos Transliteration C: nefrikos Beta Code: nefriko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A f.l. for νεφριτικός, Dsc. 1.6.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρικός: -ή, -όν, = νεφριτικός, Διοσκ. 1, 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νεφρικός, -ή, -όν) νεφρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς
νεοελλ.
φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια»
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τον μεταβολισμό
β) «νεφρικός αδένας»
ζωολ. ο πρωτόγονος νεφρός τών μαλακίων
γ) «νεφρικές αρτηρίες» — δύο κλάδοι της κοιλιακής αορτής που εισέρχονται στους νεφρούς και φέρνουν αίμα σε αυτούς
δ) «νεφρικοί κάλυκες» — ινομυώδεις προσεκβολές της νεφρικής πυέλου προς το νεφρικό παρέγχυμα για τη συγκέντρωση τών ούρων στην πύελο
ε) «νεφρική φλέβα» — αγγείο που απάγει το αίμα από τον νεφρό
στ) «νεφρικό πλέγμα»
ανατ. σύμπλεγμα κλάδων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εξαπλώνεται και νευρώνει τους νεφρούς και τα εξαρτήματά τους
ζ) «νεφρική πύελος» — κοιλότητα που σχηματίζεται από διεύρυνση του ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσία
η) «νεφρικό συλλεκτικό σωληνάριο»
βιολ. καθένα από τα επιμήκη σωληνάρια τών νεφρών που συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρώνες σε μεγαλύτερους αγωγούς οι οποίοι εκβάλλουν, με τους νεφρικούς κάλυκες, στη νεφρική πύελο και μέσω του ουρητήρα οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη, αλλ. αγωγός του Μπελίνι
θ) «νεφρικό σωληνάριο»
βιολ. σωληνοειδές τμήμα του νεφρώνα το οποίο αποτελείται από τέσσερα διαδοχικά μέρη, ένα από τα οποία είναι τα συλλεκτικά νεφρικά σωληνάρια
μσν.
(για φυτό) αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά («κορίζιον νεφρικόν», Ορνεοσ. αγρ.).