παλίνορσος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palinorsos
|Transliteration C=palinorsos
|Beta Code=pali/norsos
|Beta Code=pali/norsos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[backwards]], [[back]], ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη <span class="bibl">Il.3.33</span>, cf. <span class="bibl">Emp.35.1</span>; ἄγε νῆα… π. ἐς Ἑλλάδα <span class="bibl">A.R.1.416</span>; <b class="b3">π. φορή</b> [[retrograde]] movement, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.5</span>; [[recurrent]], ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ <span class="bibl">Id.<span class="title">CD</span>1.5</span>: neut. as Adv., [[back again]], AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, [[with a backward wrench]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1179</span>. (<b class="b3">-ορσος</b> prob. = [[ὄρρος]], cf. [[παλιμπυγηδόν]].)</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[backwards]], [[back]], ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη <span class="bibl">Il.3.33</span>, cf. <span class="bibl">Emp.35.1</span>; ἄγε νῆα… π. ἐς Ἑλλάδα <span class="bibl">A.R.1.416</span>; <b class="b3">π. φορή</b> [[retrograde]] movement, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.5</span>; [[recurrent]], ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ <span class="bibl">Id.<span class="title">CD</span>1.5</span>: neut. as Adv., [[back again]], AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, [[with a backward wrench]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1179</span>. (<b class="b3">-ορσος</b> prob. = [[ὄρρος]], cf. [[παλιμπυγηδόν]].)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνορσος Medium diacritics: παλίνορσος Low diacritics: παλίνορσος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΣΟΣ
Transliteration A: palínorsos Transliteration B: palinorsos Transliteration C: palinorsos Beta Code: pali/norsos

English (LSJ)

ον,    A backwards, back, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Il.3.33, cf. Emp.35.1; ἄγε νῆα… π. ἐς Ἑλλάδα A.R.1.416; π. φορή retrograde movement, Aret.SA2.5; recurrent, ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ Id.CD1.5: neut. as Adv., back again, AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, with a backward wrench, Ar.Ach.1179. (-ορσος prob. = ὄρρος, cf. παλιμπυγηδόν.)

German (Pape)

[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνορσος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. παλινόρμενος, παλίνορτος· - ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., πάλιν ὀπίσω, Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance en arrière, qui revient vivement sur ses pas, qui recule.
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.

English (Autenrieth)

(ὄρνῦμι): springing back, recoiling, Il. 3.33†.

Greek Monolingual

παλίνορσος, -ον (ΑΜ, Α και παλίνορτος, -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)
αυτός που ορμά ή τινάζεται προς τα πίσω
αρχ.
1. αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῡσος παλίνορσος ὀφθῇ», Αρετ.)
2. αυτός που ορμά πάλι
3. (το ουδ. ως επίρρ.) α) παλίνορσον
πάλι προς τα πίσω
β) (αττ. τ.) παλίνορρον
με βίαιο τιναγμό προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ορσος / -ορτος (βλ. λ. όρνυμι), πρβλ. θέ-ορτος].

Greek Monotonic

πᾰλίνορσος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που τινάσσεται προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., πίσω ξανά, σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με τίναγμα προς τα πίσω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνορσος: (ῐ) Hom. = παλινόρμενος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνορσος -ον, Att. ook παλίνορρος [πάλιν, ὄρνυμαι] achterwaarts, terugdeinzend; uitbr. naar achteren verdraaid, verzwikt. Aristoph. Ach. 1179.

Middle Liddell

πᾰλίν-ορσος, ον, ὄρνυμι
starting back, Il.:—neut. as adv. back again, Anth.; attic παλίνορρον, with a backward wrench, Ar.