προκλητικός: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proklitikos
|Transliteration C=proklitikos
|Beta Code=proklhtiko/s
|Beta Code=proklhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[calling forth]], [[challenging]], <b class="b3">τὸ μέλος π</b>., of the partridge, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>4.16</span>; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>7</span>: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.13</span> (also in Comp., ibid.); [[provocative of]], [[stimulating]], οὔρων Dsc.1.115.4, cf. <span class="bibl">Sor.2.41</span>. Gal.6.624, al.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[calling forth]], [[challenging]], <b class="b3">τὸ μέλος π</b>., of the partridge, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>4.16</span>; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>7</span>: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.13</span> (also in Comp., ibid.); [[provocative of]], [[stimulating]], οὔρων Dsc.1.115.4, cf. <span class="bibl">Sor.2.41</span>. Gal.6.624, al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκλητικός Medium diacritics: προκλητικός Low diacritics: προκλητικός Capitals: ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: proklētikós Transliteration B: proklētikos Transliteration C: proklitikos Beta Code: proklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13 (also in Comp., ibid.); provocative of, stimulating, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.

German (Pape)

[Seite 730] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, μέλος προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui provoque.
Étymologie: προκαλέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ προκαλῶ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)
2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι της πέρδικας, Αιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος
3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).
επίρρ...
προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Ν
κατά τρόπο προκλητικό
νεοελλ.
με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.

Greek Monotonic

προκλητικός: -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει εμπρός, προκλητικός· προκλητικόν, τό, πρόκληση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προκλητικός: призывающий, вызывающий: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend.

Middle Liddell

προκλητικός, ή, όν
calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.