πρόσταγμα: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostagma | |Transliteration C=prostagma | ||
|Beta Code=pro/stagma | |Beta Code=pro/stagma | ||
|Definition=ατος, Dor. ποτίταγμα <span class="title">SIG</span>569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—<span class="sense" | |Definition=ατος, Dor. ποτίταγμα <span class="title">SIG</span>569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[ordinance]], [[command]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>423c</span>, al., <span class="bibl">Isoc.4.176</span>, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα <span class="bibl">D.S.14.41</span>, cf. <span class="title">OGI</span>225.37 (Didyma, iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PEnteux.</span>6.11</span>, al. (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>5.206</span> (ii B.C., pl.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>112 i 7</span> (ii B.C., pl.), etc.; <b class="b3">κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν</b> by his [[prescription]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1119b13</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>426.7</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>9.23</span>; = Lat. [[edictum]], <span class="title">OGI</span>665.3 (Egypt, i A.D.), etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[order to pay]] or [[deliver]], PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> military [[command]], as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος <span class="bibl"><span class="title">PRein.</span>15.30</span> (ii B.C.), unless an error for [[τάγματος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:30, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, Dor. ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):— A ordinance, command, Pl.R.423c, al., Isoc.4.176, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc. 2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.). II military command, as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30 (ii B.C.), unless an error for τάγματος.
German (Pape)
[Seite 780] τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσταγμα: τό, (προστάσσω) ὡς καὶ νῦν, προσταγή, Πλάτ. Πολ. 423C κ. ἀλλ., Ἰσοκρ. 77D, κτλ.· ἐκ προστάγματος Δημ. 216. 11· κατὰ πρόσταγμα Διόδ. 14. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2301, 2305· κατὰ τὸ πρ. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, κατὰ τὰς ὁδηγίας καὶ διατάξεις αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 8, πρβλ. Αἰλ. Ποιητ. Ἱστ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordre, commandement.
Étymologie: προστάσσω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α προστάσσω
το αποτέλεσμα του προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῦτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «έχω το πρόσταγμα»
α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή
β) μτφ. έχω την αρχηγία, κάνω κουμάντο
αρχ.
1. διάταξη, οδηγία («κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῡ ζῆν», Αριστοτ.)
2. εντολή πληρωμής ή απαλλαγής, ένταλμα
3. αυτοκρατορικό έδικτο, διάταγμα
4. πιθ. (ως διαίρεση του στρατού) στρατιωτική διοίκηση
5. (φιλοσ.) αρχή, ηθικός κανόνας
6. φρ. α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ πρόσταγμα» — κατόπιν διαταγής, ύστερα από προσταγή.
Greek Monotonic
πρόσταγμα: -ατος, τό (προστάσσω), προσταγή, διαταγή, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ προστάγματος, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσταγμα -ατος, τό [προστάσσω] bevel, opdracht:. κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν leven volgens het voorschrift van de pedagoog Aristot. EN 1119b14; ἐκ προστάγματος op bevel Luc. 42.18.
Russian (Dvoretsky)
πρόσταγμα: ατος τό (по)веление, приказание, предписание Isocr., Plat., Dem., Arst.
Middle Liddell
πρόσταγμα, ατος, τό, προστάσσω
an ordinance, command, Plat., etc.; ἐκ προστάγματος Dem.