σκεπτέον: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skepteon | |Transliteration C=skepteon | ||
|Beta Code=skepte/on | |Beta Code=skepte/on | ||
|Definition=(σκέπτομαι) <span class="sense" | |Definition=(σκέπτομαι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[one must reflect]] or [[consider]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>35</span>, <span class="bibl">Th. 1.72</span>; οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>188c</span>; περί τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>28b</span>; τόδε, εἰ . . <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>3.4</span>; τίς κτῆσις δικαία ἐστί <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>1.3.17</span>; ποῖά ποτε . . <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>8.39</span>; ὅπως . . <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.3.11</span>; [[one must pay attention to]], τὸ χωρίον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Liqu.</span>2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">σκεπτέος, α, ον</b>, to [[be considered]], [[examined]], ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν <span class="bibl">Antipho 3.4.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:20, 11 December 2020
English (LSJ)
(σκέπτομαι) A one must reflect or consider, Ar.Eq.35, Th. 1.72; οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν Pl. Tht.188c; περί τινος Id.Ti.28b; τόδε, εἰ . . X.Eq.3.4; τίς κτῆσις δικαία ἐστί Id.Cyr.1.3.17; ποῖά ποτε . . Id.Smp.8.39; ὅπως . . Id.An.1.3.11; one must pay attention to, τὸ χωρίον Hp.Liqu.2. 2 σκεπτέος, α, ον, to be considered, examined, ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν Antipho 3.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σκέπτομαι, πρέπει τις νὰ σκεφθῇ ἢ ἐξετάση, Ἀριστοφ. Ἱππ. 35, Θουκ. 1. 72· σκ. τι ταύτῃ Πλάτ. Θεαίτ. 188C· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28Β· τόδε, εἰ ..., Ξεν. Ἱππ. 3, 4· τί ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3, 17· ποῖά ποτε ... ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8, 39· ὅπως ... ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 3, 11. 2) σκεπτέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ θεωρήσῃ ἢ ἐξετάσῃ, ἡ ἀλήθεια αὐτῶν σκ. Ἀντιφῶν 124. 10.
Greek Monotonic
σκεπτέον: ρημ. επίθ. του σκέπτομαι·
1. κάτι που πρέπει να συλλογιζόμαστε, να υπολογίζουμε, να σκεφτόμαστε, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. σκεπτέος, -α, -ον, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, να τύχει σκέψης, να εξεταστεί, σε Αντιφ.