στοιχείωσις: Difference between revisions
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoicheiosis | |Transliteration C=stoicheiosis | ||
|Beta Code=stoixei/wsis | |Beta Code=stoixei/wsis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense" | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[teaching]], ἀρετῆς <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>11p.445M.</span>; [[elementary exposition]], τῶν ὅλων δοξῶν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.4U.</span>; <b class="b3">αἱ δώδεκα σ</b>., a work by Epicurus, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>56</span>; <b class="b3">ἡ ἠθικὴ σ</b>., work by Eudromus, <span class="title">Stoic.</span>3.268; σ. καθολικαί Phld.<span class="title">Rh.</span>1.104 S.; <b class="b3">τὰ ἁπλᾶ πρὸς στοιχείωσίν ἐστιν ἐπιτήδεια</b> [[elementary teaching]], <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cat.</span>13.29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[doctrine of the elements]], Gal.7.678, 15.175, 19.356.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:00, 11 December 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, A teaching, ἀρετῆς Hierocl. in CA11p.445M.; elementary exposition, τῶν ὅλων δοξῶν Epicur.Ep.1p.4U.; αἱ δώδεκα σ., a work by Epicurus, Id.Fr.56; ἡ ἠθικὴ σ., work by Eudromus, Stoic.3.268; σ. καθολικαί Phld.Rh.1.104 S.; τὰ ἁπλᾶ πρὸς στοιχείωσίν ἐστιν ἐπιτήδεια elementary teaching, Simp. in Cat.13.29. 2 doctrine of the elements, Gal.7.678, 15.175, 19.356.
German (Pape)
[Seite 946] εως, ἡ, das Unterrichten in den Anfangsgründen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχείωσις: -εως, ἡ, στοιχειώδης, προκαταρκτικὴ διδασκαλία, στοιχειώδης πραγματεία, Διογ. Λ. 10. 37· αἱ στοιχειώσεις, σύγγραμμά τι τοῦ Ἐπικούρου, αὐτόθι 44· - τὸ ἀλφάβητον, Ἐπιφάν. ΙΙ. μάγευμα, μαγεία, Βυζ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ στοιχειῶ
αστρολογική ή μαγική πράξη, μαγεία, μαγγανεία
αρχ.
1. στοιχειώδης διδασκαλία ή πραγματεία («στοιχείωσις ἀρετῆς», Ιεροκλ.)
2. αλφαβητική διαίρεση («εἴκοσι δύο στοιχείων τῶν κατὰ τὴν τῶν Σύρων στοιχείωσιν», Επιφάν.)
3. (κυρίως σε λογοτεχνικά έργα) εισαγωγή, προετοιμασία
4. η επιστήμη που ασχολείται με τα στοιχεία
5. φρ. α) «Αἱ δώδεκα στοιχειώσεις» — τίτλος συγγράμματος του Επικούρου
β) «Ἠθικὴ στοιχείωσις» — σύγγραμμα του Ευδρόμου.
Russian (Dvoretsky)
στοιχείωσις: εως ἡ обучение первоосновам Diog. L.: αἱ Στοιχειώσεις Первоосновы (название одного из сочинений Эпикура).