στραβισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stravismos
|Transliteration C=stravismos
|Beta Code=strabismo/s
|Beta Code=strabismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[squinting]], Gal.19.436: pl., Id.7.150, <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">Pr.</span>2.11</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[squinting]], Gal.19.436: pl., Id.7.150, <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">Pr.</span>2.11</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβισμός Medium diacritics: στραβισμός Low diacritics: στραβισμός Capitals: ΣΤΡΑΒΙΣΜΟΣ
Transliteration A: strabismós Transliteration B: strabismos Transliteration C: stravismos Beta Code: strabismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A squinting, Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. Pr.2.11.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

στραβισμός: ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στραβίζω
αδυναμία τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο αντικείμενο προς το οποίο το άτομο ζητά να κατευθύνει το βλέμμα του
νεοελλ.
φρ. α) «συγκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα μέσα, προς το άλλο μάτι
β) «αποκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα έξω, απομακρυνόμενο από το άλλο μάτι
γ) «συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο η απόκλιση παραμένει σταθερή, άσχετα από τη διεύθυνση προς την οποία κατευθύνεται το βλέμμα
δ) «μη συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο ο βαθμός της μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη διεύθυνση του βλέμματος.