φθόρος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthoros | |Transliteration C=fthoros | ||
|Beta Code=fqo/ros | |Beta Code=fqo/ros | ||
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.191), ὁ, <span class="sense" | |Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.191), ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[φθορά]], <span class="bibl">Thgn.833</span>, <span class="bibl">Th.2.52</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>285b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>879b26</span>; πολὺς ἐγένετο φ. τῶν πολεμίων <span class="bibl">Plb.3.51.3</span>: mostly in phrases, <b class="b3">ἴτ' ἐς φθόρον</b> = [[φθείρεσθε]] (v. φθείρω <span class="bibl">11.1</span>), <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1267</span>; <b class="b3">οὐκ ἐς φθόρον</b> . . ; <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>252</span>; <b class="b3">ἄπαγ' ἐς τὸν φθόρον</b> [Epich.] ap.<span class="bibl">Ath.2.63d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> like [[ὄλεθρος]], [[pestilent fellow]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1151</span>, <span class="bibl">D.13.24</span>; of a woman, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>535</span>; φθόρος ἀργυρίω <span class="bibl">Theoc.15.18</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:31, 12 December 2020
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.191), ὁ, A = φθορά, Thgn.833, Th.2.52, Pl.Euthd.285b, Arist.Pr.879b26; πολὺς ἐγένετο φ. τῶν πολεμίων Plb.3.51.3: mostly in phrases, ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (v. φθείρω 11.1), A.Ag.1267; οὐκ ἐς φθόρον . . ; Id.Th.252; ἄπαγ' ἐς τὸν φθόρον [Epich.] ap.Ath.2.63d. II like ὄλεθρος, pestilent fellow, Ar.Eq.1151, D.13.24; of a woman, Ar.Th.535; φθόρος ἀργυρίω Theoc.15.18.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, = φθορά; Thuc. 2, 52, καὶ ὄλεθρος Plat. Euthyd. 285 b; ἐς φθόρον und οὐκ ἐς φθόρον gewöhnliche Verwünschungsformeln, Aesch. Spt. 234; ἴτ' ἐς φθόρον πεσόντα Ag. 1240; ἄπαγ' εἰς τὸν φθόρον Epicharm. bei Ath. II, 63 c; – Niederlage im Kriege, Pol. 3, 51, 3. – Auch, wie ὄλεθρος, ein verderblicher Mensch, der Andern Verderben bringt, Ar. Equ. 1147 Dem. 13, 24, auch von einem Weibe, ἡ φθόρος, Ar. Th. 535, s. Lob. Ai. p. 275.
Greek (Liddell-Scott)
φθόρος: ὁ, = φθορά, πάντα τάδ’ ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Θέογν. 833 (ἴδε ἐν λ. κόραξ). Θουκ. 2. 52, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Β· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσιν, ἴτ’ ἐς φθόρον φθείρεσθε (ἴδε φθείρω ΙΙ. 1), ὅπερ ἦν συνήθης τύπος κατάρας, «πᾷ νὰ χαθῆτε», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1267· οὐκ ἐς φθόρον...; δὲν πᾷ νὰ χαθῇς; ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 252· ἄπαγ’ ἐς τὸν φθόρον Ἐπίχαρμ. 107 Ahr. ΙΙ. ὡς τὸ ὄλεθρος, ὀλέθριος ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1151, Δημ. 173. 16· ὡσαύτως ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 535· ― ὡσαύτως, φθόρος ἀργυρίῳ, ὡς τὸ Λατ. barathrum macelli, Θεόκρ. 15. 22. ― Ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, ἐνίοτε φέρεται φθορὸς (ὀξυτόνως), Λοβεκ. Παραλ. 345.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
perdition, perte, ruine, destruction ; formule d’imprécation ἐς φθόρον ESCHL aller à la malheure.
Étymologie: φθείρω.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και φθορός Α
σταδιακή καταστροφή ή απώλεια, φθορά
αρχ.
1. (για πρόσ.) (κυρίως στον τ. φθορός) αυτός που προκαλεί φθορά
2. φρ. α) «ἵτ' ἐς φθόρον»
(ως κατάρα) πηγαίνετε να χαθείτε (Αισχύλ.)
β) «φθόρος ἀργυρίου» — άσωτος άνθρωπος (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω). Ο τ. είναι σπανιότερος του θηλ. φθορά.
Greek Monotonic
φθόρος: ὁ,
I. = φθορά, σε Θέογν., Θουκ.· ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (βλ. φθείρω II. I), συνήθης τύπος για κατάρα, σε Αισχύλ.· οὐκ ἐς φθόρον, στον ίδ.
II. όπως ὄλεθρος, ολέθριος άνθρωπος, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φθόρος: ὁ
1) разрушение, гибель (φ. καὶ ὄλεθρος Plat.): ἴτ᾽ ἐς φθόρον! Aesch. пропади!, сгинь!;
2) мор, поветрие: ὁ φ. ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ Thuc. эпидемия поражала всех без разбора (досл. гибель происходила без всякого порядка);
3) поражение, разгром (φ. τῶν Καρχηδονίων Polyb.): ἅμα φθόρῳ πολλῷ Plut. с большими потерями (в войске);
4) (тж. ἡ) бран. чума, язва Arph.: φθόροι ἄνθρωποι Dem. изверги рода человеческого;
5) досл. порча, перен. расточитель (φ. ἀργυρίω Theocr.).
Middle Liddell
φθόρος, ὁ, = φθορά, Theogn., Thuc.]
I. ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (v. φθείρω II. 1) a common form of cursing, Aesch.; οὐκ ἐς φθόρον; Aesch.
II. like ὄλεθρος, a pestilent fellow, Ar., Dem.