φοινικόεις: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikoeis | |Transliteration C=foinikoeis | ||
|Beta Code=foiniko/eis | |Beta Code=foiniko/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, (<span class="sense" | |Definition=εσσα, εν, (<span class="sense"> <span class="bld">A</span> φοῖνιξ B. 1) = [[φοινίκεος]], [[dark-red]], [[purple]] or [[crimson]], χλαῖνα <span class="bibl">Il.10.133</span>, <span class="bibl">Od.14.500</span>; ἡνία <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>95</span>; <b class="b3">σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι</b> [[red]] with blood, <span class="bibl">Il.23.717</span>; αἵματι φοινικόεις <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>194</span>. [In Hom. and Hes. <b class="b3">φοινικόεσσαι, -όεσσαν, -όεντα</b>, must be pronounced as if contracted, cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>41.352</span>.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:55, 12 December 2020
English (LSJ)
εσσα, εν, ( A φοῖνιξ B. 1) = φοινίκεος, dark-red, purple or crimson, χλαῖνα Il.10.133, Od.14.500; ἡνία Hes.Sc.95; σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι red with blood, Il.23.717; αἵματι φοινικόεις Hes.Sc.194. [In Hom. and Hes. φοινικόεσσαι, -όεσσαν, -όεντα, must be pronounced as if contracted, cf. Nonn.D.41.352.]
German (Pape)
[Seite 1296] όεσσα, όεν, poet. statt φοινίκεος, purpurroth, dunkelroth; Il. 10, 133 Od. 14, 500. 21, 118; Hes. Sc. 95; αἵματι φοιν., mit Blut geröthet, Il. 23, 717; Hes. Sc. 194. [In diesen Stellen des Hom. u. des Hes. ist entweder ι des Verses wegen kurz gebraucht, oder, was wahrscheinlicher ist, die 3. und 4. Sylbe sind in eine zusammenzuziehen, vgl. Heine zu Il. 10, 133.]
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόεις: εσσα, εν, (φοῖνιξ Β. Ι), = φοινίκεος, ὁ ἔχων χρῶμα βαθὺ ἐρυθρόν, κοκκινοβαφής, χλαῖνα Ἰλ. Κ. 133, Ὀδ. Ξ. 500· ἡνία Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95· σμώδιγγες... αἵματι φοινικόεσσαι, οἰδήματα κόκκινα ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Ψ. 717· αἵματι φοινικόεις Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 194 [Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὰ φοινικόεσσαν, -όεντα, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς συνῃρημένα].
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. φοινίκεος.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, -οῡσα, -οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), -έα, -ον, Α
(ποιητ.τ.)
1. πορφυρός
2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον
το πορφυρό χρώμα
4. φρ. α) «σύκινα φοινίκεα» — ποικιλία σύκων πάπ.
β) «φοινίκεος χιτών» — πορφυρός χιτώνας που ήταν σημείο έναρξης της μάχης (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οινικός
«πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
φοινῑκόεις: -εσσα, -εν (φοῖνιξ), = φοινίκειος, σκούρος κόκκινος, ερυθρός ή πορφυρός, σε Όμηρ., Ησίοδ. (Στους εξαμετ., το φοινικόεσσα, -όεντα, προφέρονται ως συνηρημένα).
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόεις: όεσσα, όεν Hom., Hes. = φοινίκεος.
Middle Liddell
φοινῑκόεις, εσσα, εν φοῖνιξ = φοινίκεος
dark-red, purple or crimson, Hom., Hes. [In hexam., φοινικόεσσαν, -όεντα, are pronounced as if contracted.]