ἀσαφής: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asafis | |Transliteration C=asafis | ||
|Beta Code=a)safh/s | |Beta Code=a)safh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[indistinct]] (to the senses), [[dim]], [[faint]], σημεῖα <span class="bibl">Th.3.22</span>; σκιαγραφία <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>107d</span>; [[indistinct]] (to the mind), [[uncertain]], [[obscure]], πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>439</span>; <b class="b3">νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν</b> by night one sees [[less distinctly]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.4</span>; ἀ. πέλαγος <span class="title">AP</span> 12.156; [[inarticulate]], γλῶσσα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>.ιγ; of sounds, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Aud.</span>801b21</span>; φθέγματα <span class="title">Epigr.Gr.</span>1003.6. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, [[obscure]], διδάσκαλος <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>392d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -φῶς [[obscurely]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>427d</span>; <b class="b3">πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων</b> [[without knowing]] which began, <span class="bibl">Th.4.20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 12 December 2020
English (LSJ)
ές, A indistinct (to the senses), dim, faint, σημεῖα Th.3.22; σκιαγραφία Pl.Criti.107d; indistinct (to the mind), uncertain, obscure, πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT439; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4; ἀ. πέλαγος AP 12.156; inarticulate, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.ιγ; of sounds, Arist. Aud.801b21; φθέγματα Epigr.Gr.1003.6. 2 of persons, obscure, διδάσκαλος Pl.R.392d. II Adv. -φῶς obscurely, Id.Cra.427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.
German (Pape)
[Seite 368] ές, undeutlich, dunkel, ἀσαφῆ λέγειν Soph. O. R. 439; σημεῖα Thuc. 3, 22; διδάσκαλος Plat. Rep. III, 392 d; ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα Prot. 316 a; Pol. 1. 41, 7; ἴχνη λεπτὰ καὶ ἀσ, Xen. Cyn. 5, 5; aber νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν Xen. Mem. 4, 3, 4 = bei Nacht sieht man minder deutlich. – Adv., Thuc. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσαφής: -ές, ὁ μὴ σαφής, δυσδιάκριτος (εἰς τὰς αἰσθήσεις), σκοτεινός, ἀμυδρός, ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· σκιαγραφία Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ἀβέβαιος, πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. γλῶσσα Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, διδάσκαλος Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, ἀντί, ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; fig. difficile à comprendre, obscur;
Cp. ἀσαφέστερος.
Étymologie: ἀ, σαφής.
Spanish (DGE)
(ἀσᾰφής) -ές
1 poco claro σκιαγραφία Pl.Criti.107d, νύξ X.Mem.4.3.4, πέλαγος AP 12.156
•de signos, palabras o sonidos πάντ' ... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439, τοῦτ' ἀσαφὲς ἐν κοινῷ σκοπεῖν E.Or.27, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.13, σημεῖα Th.3.22, τὰ λεγόμενα Pl.Prt.316a, ἴχνη X.Cyn.5.5, φωναί Arist.Aud.801b21, φθέγγματα Col.Memn.947 (Caec.Treb.), κρίσις Ptol.Iudic.7.1, χρησμός D.C.Epit.7.25.2, λόγος Aristid.Quint.66.5, del libro de Heráclito ἐπιτηδεύσας ἀσαφέστερον γράψαι tras haberlo escrito deliberadamente con poca claridad D.L.9.6 (= Heraclit.A 1), de pers. o acciones Παρμενίδης Procl.in Ti.1.345.13 (= Parm.A 17), ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων Ar.Ra.1122, βούλησις Th.4.108, γελοῖος ... ἔοικα διδάσκαλος εἶναι καὶ ἀ. Pl.R.392d, ἀσαφεστέρα ἔσται ἡ ζήτησις οὗ ζητοῦμεν Pl.R.571a, ὄγκος Plu.2.161a, subst. τὸν ἀσαφέστερον ἐάσαντες Plu.2.743a
•invisible ἄνδρες ... ἀσαφεῖς τὰ σκέλη Philostr.Im.1.4.
2 adv. -ῶς, -έως con poca claridad ἀ. διαλέγεσθαι Hp.Epid.6.7.1, πολεμοῦνται ἀ. ποτέρων ἀρξάντων están envueltos en la guerra sin que haya claridad de quiénes la comenzaron Th.4.20, ἀ. λέγειν Pl.Cra.427d, cf. Pl.Ti.54b, ἐνδείκνυσθαι Gal.8.3, de perras μεταθέουσι ... ἀσαφῶς persiguen con titubeo X.Cyn.3.10.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσαφής, -ές) σαφής
αυτός που δεν είναι σαφής, που δεν διακρίνεται καθαρά ή δεν είναι εύκολα κατανοητός.
Greek Monotonic
ἀσᾰφής: -ές, ακαθόριστος στις αισθήσεις, αμυδρός, δυσδιάκριτος, ασαφής, σε Θουκ.· ή στο μυαλό, συγκεχυμένος, δυσνόητος, σε Σοφ., Θουκ.· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, κατά τη διάρκεια της νύχτας βλέπει κανείς λιγότερο καθαρά, σε Ξεν.· επίρρ. -φῶς, σκοτεινά, θολά, δυσνότητα, ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρίς να ξέρουμε ποιος άρχισε πρώτος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσᾰφής:
1) неясный (σημεῖα Thuc.; τὰ λεγόμενα Plat., Polyb.; ἴχνη Xen.; φωναί Arst.; ὄγκος ἀ. καὶ ἄσημος Plut.);
2) непонятно говорящий (διδάσκαλος Plat.);
3) мешающий ясно видеть, темный (νύξ Xen.).
Middle Liddell
indistinct to the senses, dim, faint, Thuc.; or to the mind, dim, obscure, Soph., Thuc.; νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, Xen.: —adv. -φῶς, obscurely, ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Thuc.
English (Woodhouse)
abstruse, dim, doubtful, faint, incoherent, indistinct, intricate, mysterious, obscure, problematical, undiscoverable, vague, difficult to understand, hard to fathom, hard to understand, hard to unravel, ill-defined, not clear, not understood