ἰχθυηρός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyiros
|Transliteration C=ichthyiros
|Beta Code=i)xquhro/s
|Beta Code=i)xquhro/s
|Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fishy]], [[scaly]], i.e. [[foul]], [[dirty]], πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing [[of the fish kind]], <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the [[fish]]-gate, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span>3.3</span>:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, [[tax on fish]], <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.98</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>42</span> ([[a]]) <span class="bibl"> v 2</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fishy]], [[scaly]], i.e. [[foul]], [[dirty]], πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing [[of the fish kind]], <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the [[fish]]-gate, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span>3.3</span>:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, [[tax on fish]], <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.98</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>42</span> ([[a]]) <span class="bibl"> v 2</span> (ii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠηρός Medium diacritics: ἰχθυηρός Low diacritics: ιχθυηρός Capitals: ΙΧΘΥΗΡΟΣ
Transliteration A: ichthyērós Transliteration B: ichthyēros Transliteration C: ichthyiros Beta Code: i)xquhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἰχθῦς)    A fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de poisson.
Étymologie: ἰχθύς.

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, οδυν-ηρός)].

Greek Monotonic

ἰχθυηρός: -ά, -όν (ἰχθύς), κατάλληλος για υποδοχή ψαριών, δηλ. βρώμικος, ακάθαρτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυηρός:
1) рыбный, предназначенный для рыб (πινακίσκος Arph.);
2) рыбный, приготовленный из рыбы (ζωμός Luc.).

Middle Liddell

ἰχθυηρός, ἰχθύς
fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.